Η παρέλαση των ζωντανών-νεκρών
Μακρόσυρτοι λυγμοί του φθινοπώρου
περνούν μπροστά σου
σιωπηλοί
Με τα μάτια καρφωμένα
στο χώμα.
Συνοδοιπόροι
σ' έναν κόσμο που φαίνεται αδιάφορος.
Που πέρασαν
και δεν σ' ακούμπησαν
Έρωτες-άνθη
που ποτέ δεν πότισες.
Ξεραμένοι σε κοιτούν
και ψυθυρίζουν
"Γιατί;"
Παρελθόν και μέλλον
παρόντα
στη γέφυρα της ασχήμιας
περιμένουν μ' αγωνία το φως
ή πάλι το σκοτάδι.
Αν έτσι επιλέξεις.
'Αγγελοι και δαίμονες
προχωρούν σφιχταγκαλιασμένοι.
Ποιος είναι ποιος όμως
δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.
Κι η μοναξιά
σ' εξέχουσα θέση.
Γιατί όλων είναι σύντροφος
ακόμα κι αυτών
που την αρνήθηκαν.
Για λίγο μόνο
και μετά την ξαναβρήκαν.
Το θάρρος
περπατάει σέρνοντας τα πόδια
σαν ετοιμόρροπο κτίριο
που μια ανάσα αρκεί
για να το σωριάσει ξέψυχο στη γη.
Και κάθε τόσο
αλλόφρονες τρέχουν της γης οι κολασμένοι
"Περιμένετέ με, έρχομαι κι εγώ!"
Και γίνονται ένα με τη μάζα
που περπατά αργά στο δρόμο.
Καθώς τελειώνει η πομπή
μια μαύρη σκιά από το τέλος
σου γνέφει χαιρέκακα να την ακολουθήσεις.
Κι εσύ μπορείς να επιλέξεις
αν θα μπεις στην παρέλαση
των ζωντανών-νεκρών.
Ή αν θα την αφήσεις να περάσει και να εξαφανιστεί
χειροκροτώντας
-μ' ανακούφιση που έμεινες έξω!-
για το θέαμα
που σου προσέφερε.
|
 |