![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν». Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές... |
|
|||
Οι εικόνες από εκείνο το απόγευμα στην παλαιά πόλη της Βουδαπέστης περνούσαν μπροστά από τα μάτια του Αλέξανδρου μ' ένα ρυθμό που γινόταν όλο και πιο ταχύς. Αυτό συμβαίνει πάντα όταν απελευθερώνεται κάτι που έχει μείνει φυλακισμένο για μεγάλο διάστημα μέσα σου και ξεχνάς την ύπαρξή του. Κι εκεί που ατενίζεις απονήρευτος προς το κενό που είναι ντυμένο με όμορφα χρώματα, ένα αόρατο σήμα δίνεται και αυτό το κάτι ξεπηδάει σα χείμαρρος κι αρχίζει να κυλάει. Όταν ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου, τίποτα πια δε μπορεί να τους σταματήσει. Αλήθεια, τί το ήθελε αυτό το ταξίδι; Πώς είχε κάνει αυτό το λάθος, πώς είχε δώσει την ευκαιρία σ' αυτά τα δαιμόνια που κρατούσε τόσα χρόνια φυλακισμένα μέσα του να ελευθερωθούν; Η ανεξήγητη αίσθηση πόνου που είχε, άρχισε σιγά-σιγά να σχηματοποιείται και η αιτία της να του φανερώνεται σαν μυστηριώδης καλλονή που αποκαλύπτει τα κάλλη της χωρίς να σκέπτεται τις συνέπειες. Ο πόνος που γεννηθεί εκείνο το απόγευμα βρισκόταν πάντα μέσα του, ποτέ δεν είχε φύγει. Αλλά ποιος μπορεί να διακρίνει ένα αστέρι στον ουρανό όταν δίνει όλη του την προσοχή στον ήλιο που ζεσταίνει τις αγωνίες και τις αποκοιμίζει με ένα γλυκό νανούρισμα; Παράξενο, αν και είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που είχε πραγματοποιηθεί το ταξίδι στη Βουδαπέστη, το τελευταίο ταξίδι της «ομάδας εξερεύνησης του κόσμου», έβλεπε τώρα πιο καθαρά από ποτέ τα όσα είχαν συμβεί εκείνο το απόγευμα. Σα να ήταν απλός παρατηρητής εκείνη τη μέρα, σαν εικονολήπτης που φυλακίζει τις στιγμές στο φιλμ της μηχανής του και αργότερα, πολύ αργότερα, προβάλλει το φιλμ και βλέπει με καθαρό μάτι λεπτομέρειες που δεν είχε προσέξει την πρώτη φορά. Ο Παύλος ένιωθε πληγωμένος από όλους τους «φίλους» του, αυτό ήταν σίγουρο. Και είχε ασφαλώς προσβληθεί που τον είχαν ξεχάσει για μια ακόμη φορά: ήταν έτοιμοι να τελειώσουν τη συνάντησή τους και κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ο Παύλος δεν είχε μιλήσει, σα να μην ήταν εκεί, σα να μην είχε υπάρξει ποτέ. Είχε άραγε πει τα όσα είπε αυθόρμητα ή περίμενε μια -μικρή έστω- αφορμή για να τιμωρήσει με λόγια κοφτερά όλους αυτούς που τον είχαν κάνει δυστυχισμένο τόσον καιρό; Μάλλον περίμενε την ευκαιρία. Ναι, τώρα ο Αλέξανδρος θυμόταν πιο καθαρά, φέρνοντας στο μυαλό του εικόνες από τις τελευταίες στιγμές της παρέας: όταν οι άλλοι γελούσαν ευτυχισμένοι ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα αστείο κι ούτε κάποιος λόγος ευτυχίας, ο Παύλος αποτραβιόταν για να διαβάσει και γέμιζε τις πρόχειρες κόλλες αναφοράς που είχε πάντα μαζί του με μουντζούρες, σημειώσεις και ακατάληπτα σχέδια. Κι όταν κανείς τον ρωτούσε τί έγραφε, χαμογελούσε αινιγματικά και έλεγε «σημειώσεις για μελλοντική χρήση». Και έκρυβε τα τσαλακωμένα του χαρτιά από τα αδιάκριτα βλέμματα των υπολοίπων μελών της παρέας. Ένα από τα πολλά τσαλακωμένα του χαρτιά είχε βγάλει από τη τσέπη του εκείνο το απόγευμα στη Βουδαπέστη κι από αυτό διάβασε εκείνο το αλλόκοτο κείμενο σχετικά με τον κανιβαλισμό των πρωτόγονων. Και -τι θράσος!- είχε πει στο τέλος ότι από κανέναν δεν είχε να πάρει κάτι, κανενός τις ιδιότητες δεν ήθελε να αποκτήσει τρώγοντας - σύμφωνα με την ιεροτελεστία των πρωτόγονων- κομμάτια από το σώμα του! Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να θυμηθεί. Κάτι σημαντικό του έλειπε από την αλυσίδα των γεγονότων που είχαν διαδραματιστεί στο κάστρο... κάτι που είχε πει ο Παύλος, αλλά παρασύρθηκε από τη γενικότερη θυμηδία που είχε προκαλέσει ο επίλογός του. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει στο μυαλό του με την εικόνα μιας επιγραφής στη προκυμαία μπροστά σε βαρκούλες που βρίσκονταν στον Δούναβη, που απέτρεπε τους τουρίστες να μπαίνουν στις βάρκες γιατί ήταν επικίνδυνο. Ήταν κάτι τόσο ασήμαντο κι όμως όταν είχε πρωτοδεί την επιγραφή ο Παύλος, είχε μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάζει σα να έκρυβε αυτή κάποιο μεγάλο μυστικό. Όταν του φώναξε η Αντιγόνη ότι έπρεπε να φύγουν, γύρισε και της απάντησε με μάτια δακρυσμένα -αν είναι δυνατόν, τί αφορμές βρίσκουν μερικοί προβληματικοί άνθρωποι για να κλάψουν!- ότι αν μπορούσε να διαβάσει κάτω από τις λέξεις, θα έβλεπε ότι αυτό το μήνυμα έκρυβε μια στάση ζωής που όλοι τους θα έπρεπε να ασπαστούν όσο υπήρχε καιρός. Παράξενα πράγματα, ίσως το φιλμ του εικονολήπτη να ήταν χαλασμένο σε εκείνο το σημείο... Ο πύργος εξακολουθούσε να αντανακλάται πάνω στο κτίριο που βρισκόταν μπροστά του. Μόνο που τώρα ο Αλέξανδρος δεν έβλεπε μόνο το κτίριο, το τζάμι είχε μεταμορφωθεί στα μάτια του σε μια τεράστια οθόνη που προέβαλε την τελευταία συνάντηση της «ομάδας εξερεύνησης του κόσμου». - Κι εγώ, τί να πω εγώ; Πώς δεν το είχε καταλάβει τόσον καιρό; Πώς είχε κλείσει τα μάτια του σε κάτι που φαινόταν τόσο προφανές στην επανάληψη της δραματικής σκηνής που προβαλλόταν στην τεράστια οθόνη του κτιρίου, είκοσι χρόνια αργότερα; Ο Παύλος ήξερε... με κάποιον ανεξήγητο τρόπο συνειδητοποίησε ότι θα ήταν μάταιο να λάβει μέρος στο παιχνίδι που είχε στήσει η παρέα, όπου κάθε μέλος της θα έπρεπε να κάνει τις προβλέψεις του για τις στιγμές που τον περιμένουν μόλις στρίψει στη γωνία. - Κι εσύ Αλέξανδρε μη με κοιτάς με απορία. Περίμενες ασφαλώς διακριτική μεταχείριση -όπως πάντα- και, σε βεβαιώνω, την είχες! Όσα είπα, τα είπα για όλους τους άλλους, σήμερα. Εσύ όμως, θα βρεις μπροστά σου τα λόγια μου, αύριο. Τότε που δε θα είμαι εδώ -παρακαλώ μη με ρωτήσεις πώς το ξέρω αυτό, ας πούμε απλά ότι έχω μεγάλη εμπιστοσύνη σ' αυτήν τη φωνή που ακούω μέσα μου. Και τότε που θα με έχεις εντελώς ξεχάσει, τότε θα βρεις μπροστά σου τα λόγια μου και θα τα αναγνωρίσεις μέσα από σημάδια ανυποψίαστα... Τα υπόλοιπα μέλη της παρέας έδειξαν ενοχλημένα: αυτά ήταν όλα όσα είχε να πει για τον Αλέξανδρο ο Παύλος; Σιγά το πράγμα, άδικα περίμεναν την κορύφωση, για μια ακόμη φορά ο Παύλος είχε αποδειχτεί άξιος της μεταχείρισης που του επιφύλασαν τόσα χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Τί χάσιμο χρόνου! Διαβάζοντας την απογοήτευση στα μάτια τους, ο Παύλος ξαναπήρε το λόγο, σαν αμήχανος ηθοποιός σε stand-up comedy που βλέπει το κοινό του να αντιδρά με παγωμάρα στην ατάκα που αυτός θεωρούσε «ατάκα της βραδιάς». - Τί έλεγε η επιγραφή που είδαμε προχθές στην προκυμαία, θυμάστε; Να μην μπαίνουμε μέσα στις βάρκες γιατί είναι πολύ επικίνδυνο, υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε στον Δούναβη. Αυτό λέω κι εγώ, αν το καλοσκεφτείτε... αν δεν είστε έτοιμοι να κολυμπήσετε στα βαθιά νερά στη ζωή σας, μην κάνετε το λάθος να μπείτε μέσα στο ποτάμι... καλύτερα να μείνετε με ασφάλεια έξω, παρά να διακινδυνεύσετε να μπείτε στη βάρκα. Και τελικά, αν μείνετε στην προκυμαία και δεν τολμήσετε ποτέ να μπείτε στη βάρκα, ποτέ σας δε θα μάθετε τί χάσατε, θα αισθάνεστε απλώς ευτυχισμένοι που γλυτώσατε από τον κίνδυνο να πνιγείτε. Γιατί όσοι έχουν μείνει απέξω, βλέπουν με χαιρεκακία αυτούς που μπαίνουν στις βάρκες και πνίγονται, ενώ αυτούς που σαλπάρουν για τα πιο μακρινά λιμάνια, κανένας δεν τους βλέπει, χάνονται για πάντα από τα μάτια τους... - Αρκετά, μας έπρηξες με τις ανοησίες σου, είπαν με μια φωνή η Αντιγόνη κι ο Βασίλης. - Έτσι όπως πάμε, αν καθυστερήσουμε κι άλλο, δε θα βρούμε κανένα εστιατόριο για φαγητό, είπε με συμβιβαστική διάθεση ο Θανάσης. Ήταν η τελευταία μέρα στη Βουδαπέστη, ίσως μάλιστα ήταν και η τελευταία κοινή νυχτερική τους έξοδος. Δεν είχαν κανένα λόγο να χαλάσουν τις καρδιές τους, τα τελευταία λόγια του Παύλου ήταν τόσο μπερδεμένα, μάλλον είχαν τους ανακουφίσει. Μια κακή στιγμή ήταν, πάει, τελείωσε. Το ίδιο βράδυ, στο αποχαιρετιστήριο δείπνο της «ομάδας εξερεύνησης του κόσμου» με θέα τον φωτισμένο Δούναβη και μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη συγκίνηση και ευφορία, όλοι σιγουρεύτηκαν ότι τα λόγια του Παύλου είχαν διαγραφεί από τη μνήμη τους. Ο ίδιος ο Παύλος πάντως, δεν ήταν εκεί. |
||||
![]() |
Επιστροφή στην κεντρική σελίδα
© 1998-2016: Κωνσταντίνος Ν. Ιωαννίδης