ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Κι εγώ, τί να πω εγώ; (μέρος 6ο)

 
 

Μήπως το είχε παρακάνει; Η σκέψη αυτή πέρασε στιγμιαία από το μυαλό του Παύλου.

Τα σύνεφα διαλύθηκαν γρήγορα από το μυαλό του. Όχι, ακόμα κι αν είχε γίνει προσβλητικός, δεν είχε κανένα λόγο να σταματήσει. Και σίγουρα όχι σε εκείνο το σημείο, αφού μόλις είχε «τελειώσει» με τις κυρίες. Ακόμα κι αν οι γυναίκες είναι τα δυνατά πλάσματα σε αυτόν τον κόσμο -γι αυτό το πράγμα ο Παύλος ήταν σίγουρος- γιατί να χαριστεί στους άνδρες της ομάδας; Μήπως κάποιος από αυτούς -με εξαίρεση ίσως τον Αλέξανδρο- είχε κάνει κάτι όλα αυτά τα χρόνια για να τον κάνει να αισθανθεί λίγο καλύτερα;

Η πίκρα και ο πόνος κυρίευσαν και πάλι το μυαλό του και έδωσαν ώθηση στη γλώσσα του:

- Ξεκινώ ακολουθώντας τη σειρά που εσείς οι ίδιοι ακολουθήσατε. Το γιατί βέβαια ακολουθήσατε αυτή την σειρά είναι λίγο-πολύ γνωστό: Ο Αλέξανδρος δε θα μπορούσε να συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο από τον τελευταίο λόγο, ο Θανάσης πάλι, προφανώς θα μιλούσε πριν από το τσιράκι του, τον Βασίλη σε μια επίδειξη δύναμης -όσο για τον Βασίλη, τον βολεύει να ακολουθεί αφού πάντα αισθάνεται την ανάγκη να συμφωνεί με τον πνευματικό του πατέρα, ακόμα κι αν ξεκινάει δίνοντας την εντύπωση ότι διαφωνεί! Η σειρά λοιπόν που θα ακολουθήσω, είναι προφανής: ξεκινώ με τον Θανάση που λέει ότι αισθάνεται ασφαλής, μπορεί μάλιστα και να το πιστεύει. Σκοπός του είναι να μην αφήσει ποτέ, τίποτα να διαταράξει αυτήν την ασφάλεια. Ε λοιπόν, ξέρετε ποιο γεγονός θα διαταράξει την ασφάλεια του φίλου μου του Θανάση; Όταν ο Βασίλης θα βαρεθεί να είναι η ουρά του -και τώρα βαριέται, εδώ που τα λέμε, αλλά δεν το έχει καταλάβει!- τότε ο Θανάσης θα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του. Όταν θα καταλάβει ο Βασίλης ότι για να λέει τις ανοησίες που λέει ούτως ή άλλως, δεν έχει ανάγκη κανέναν Θανάση, τότε θα προσπαθήσει ν' αποκοπεί βίαια από τα καλώδιά του. Αυτό μπορεί να αργήσει, δε λέω, αλλά σας βεβαιώνω ότι όσο αργεί ο απογαλακτισμός του Βασίλη, τόσο πιο βίαιος θα είναι και τόσο περισσότερο θα στοιχίσει στον Θανάση. Λυπάμαι, σας χαλάω το κέφι, είπε με προσποιητή μελαγχολία ο Παύλος, αλλά μην ανησυχείτε: είσαστε τόσο επιφανειακοί που μέχρι να επιστρέψουμε στην Αθήνα δε θα θυμάστε τίποτα από όσα είπα σήμερα. Και εσείς κύριοι, όπως και όλες οι κυρίες της παρέας εξάλλου, θα έχετε να λέτε για χρόνια για την «κακία που έκρυβα μέσα μου και την έβγαλα σε μια αψυχολόγητη επίθεση που σας χάλασε την πιο ωραία ίσως εκδρομή σας». Κανείς ποτέ σας -είπε, κοιτάζοντας με κάποια αμφιβολία τον Αλέξανδρο- δε θα καταφέρει να δει τα λόγια μου σαν μια μοναδική ευκαιρία να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Βλέπω μια δόση ειρωνίας στα πρόσωπά σας κορίτσια....και μια ενόχληση στα δικά σας, αγόρια. Ίσως μάλιστα σκέφτεστε να μου επιτεθείτε και να με ξυλοφορτώσετε. Λοιπόν, πριν συνεχίσω, σας δίνω μια ευκαιρία να μου αφαιρέσετε τον λόγο, έστω και βιαίως... σας ακούω!!!

Σιγή απλώθηκε στο ακροατήριο. Θα μπορούσε άραγε αυτή η σιωπή να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Παύλος τους είχε κάνει να αισθάνονται τύψεις; Ή μήπως απλά τους είχε αιφνιδιάσει; Κι όμως, δεν είχαν αισθανθεί την ανάγκη να φανούν ταπεινοί, κάθε άλλο, απλώς περίμεναν να δουν μέχρι πού θα έφθανε αυτός ο χείμαρρος. Όλοι καταλάβαιναν ότι τα λόγια του Παύλου είχαν μια κάποια δόση αλήθειας... τα λόγια που αναφέρονταν στους άλλους, δηλαδή! Και βέβαια, όσοι από αυτούς είχαν ήδη υποβληθεί στον δημόσιο εξευτελισμό τους από τον Παύλο, περίμεναν με ενδιαφέρον να έρθει και η σειρά των άλλων...

Ο Παύλος, το ήσυχο παιδί της παρέας που τόσα χρόνια συμπεριφερόταν σαν βρεγμένο σπίρτο, τους είχε βάλει τώρα φωτιά και δεν ήξεραν πού να κρυφτούν. Κι όλα ξεκίνησαν με ένα αστείο, σα σπίθα που ξεκίνησε από το πουθενά και έγινε κύμα φωτιάς που προσπάθησαν να το σβήσουν με πετρέλαιο. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που δεν κάνουν καμία προσπάθεια να ανατρέψουν την εικόνα που έχουν οι άλλοι γι αυτούς είναι βαρετοί, αλλά σίγουρα υπήρχε καλύτερος τρόπος να διεκδικήσει ο Παύλος όσα του είχαν στερήσει οι «φίλοι» του. Καλύτερα βαρετός παρά μισητός, σκέφτηκαν όλοι στην άκρη του μυαλού τους. Τώρα πια ήταν αργά να του ζητήσουν συγγνώμη, ο δρόμος που είχαν πάρει δεν είχε επιστροφή.

Ο Παύλος καταλάβαινε τί περνούσε από το μυαλό τους και η σκέψη και μόνο ότι τους είχε όλους μπροστά του σε στάση προσοχής, σα φαντάρους που άκουγαν τον αυστηρό αξιωματικό που έσπερνε τον τρόμο την ώρα που ανακοίνωνε τις ποινές, τον έκανε να αισθάνεται σα μικρός θεός για πρώτη φορά στη ζωή του.

Και τώρα, για να αντλήσει δύναμη ο Παύλος, έπρεπε να φτάσει στα όριά του, στα όρια της ανθρώπινης φύσης... στη Θεοφαγία. Ναι, είχε έρθει η ώρα να στραφεί εναντίον του ινδάλματος του, του ανθρώπου που θαύμαζε περισσότερο από κάθε άλλον στο Πανεπιστήμιο: του Αλέξανδρου.

Κι όσο τον θαύμαζε γιατί είχε όλα αυτά που θα ήθελε και ο ίδιος να έχει, τόσο τον μισούσε που τόσα χρόνια δεν προσπάθησε ποτέ να του μεταφέρει έστω και μια μικρή δόση από τη μαγική συνταγή που τόσο είχε ανάγκη.


- Κι εγώ, τί να πω εγώ;

Η φωνή ξανακούστηκε, το ίδιο σπαρακτική, το ίδιο πονεμένη. Από πού είχε έρθει;

Τί το ήθελε αυτό το ταξίδι; Πώς το είχε αποφασίσει, αυτός που απέφευγε να «αναπνεύσει παλιό, χρησιμοποιημένο οξυγόνο», που δεν ήθελε να επαναλαμβάνει τις ίδιες διαδρομές, ούτε να ξαναζεί στιγμές του παρελθόντος που είχαν οριστική χαθεί; Ιδιαίτερα όταν όλα αυτά του δημιουργούσαν μια ανεξήγητη αίσθηση πόνου, όταν του θύμιζαν κάτι που προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεχάσει...

Ο Αλέξανδρος κοίταξε απότομα γύρω του, σα να προσπαθούσε να αιφνιδιάσει αυτόν που φώναξε.

Κανείς δεν υπήρχε τριγύρω, εκτός από κάποιους Γιαπωνέζους τουρίστες χωρίς φωτογραφική μηχανή, ήταν μόνος του στο παλαιό κάστρο της Βουδαπέστης.

Είχε όμως ακούσει τη φωνή, ήταν σίγουρος γι αυτό.

'Αρα, η φωνή είχε έρθει από μέσα του...

1   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12  

 
 

^