ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Κι εγώ, τί να πω εγώ; (μέρος 3ο)

 
 


 

Με την Αντιγόνη ολοκληρώθηκαν οι προβλέψεις των γυναικών της παρέας για το μέλλον. Ένας υπερβολικά αγαθός ή καλόπιστος παρατηρητής θα μπορούσε να θεωρήσει σαν σύμπτωση το γεγονός ότι και οι τρεις παρουσιάστηκαν αποστασιοποιημένες από την ομάδα και κατέστησαν απόλυτα σαφές ότι στις στιγμές που τις περίμεναν, η «ομάδα εξερεύνησης του κόσμου» και τα όσα βίωσαν μέσα από αυτήν δεν είχαν καμία θέση. Πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Ας είναι, είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι πιο σκληρές και έχουν την ικανότητα της ευκολότερης παραγραφής του παρελθόντος... όταν βέβαια κάτι τέτοιο τις ευνοεί! Αυτή η ικανότητα δικαιολογείται ίσως επειδή είναι επιφορτισμένες από τη φύση με πιο σημαντικά καθήκοντα απέναντι στην κοινωνία. Σε κάθε όμως περίπτωση, και οι τρεις γυναίκες που μίλησαν είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στο μέλλον και έδιναν την εντύπωση ότι γι αυτές το παρόν δεν ήταν παρά ένα μοιραίο στάδιο αναμονής μέχρι να φτάσουν στο μέλλον που επιθυμούσαν.

Οι άντρες της παρέας κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κάποιος απ' όλους θα έπρεπε να αρχίσει. Δικαιωματικά, ο Αλέξανδρος μπορούσε να κρατήσει την τελευταία θέση, αφού ήταν ο ιδανικός ομιλητής για μια αποφώνηση.

- Κύριοι, είμαστε μια ομάδα από ανερμάτιστα άτομα που φέρονται και άγονται.

Ο Θανάσης πλησίασε προς το βήμα του ομιλητή.

- Σας βλέπω όλους διστακτικούς, γι αυτό και παίρνω εγώ το λόγο. Όχι ότι εγώ είμαι λιγότερο αλλοπρόσαλλος από εσάς, όλοι τα ίδια είμαστε. Προσοχή: αναφέρομαι σε εμάς τους άντρες, για εμάς ανησυχώ, για τις κυρίες δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα τα καταφέρουν στη ζωή τους. Η μεγάλη τους διαφορά με εμάς είναι ότι όλες τους έχουν κρυφά χαρίσματα. Μη με κοιτάτε έτσι και, παρακαλώ, μην παρεξηγείτε αυτό που λέω. Τα κορίτσια μας, έλεγα, κρύβουν πολλές ικανότητες, έχουν τεράστιες δυνατότητες απλώς δεν χρειάστηκε ποτέ να μας τις δείξουν. Ίσως ούτε καν στον εαυτό τους χρειάστηκε να δείξουν τί κρύβεται μέσα στην άβυσσο της γυναικείας ψυχής τους. Ενώ εμείς, εμείς οι δυστυχείς άντρες, είμαστε τόσο χοντροκομμένοι αλλά, κατά βάθος, τόσο εύθραυστοι, τόσο ανασφαλείς, τόσο φοβισμένοι. Μη με κοιτάτε έτσι, με ψεύτικο βλέμμα έκπληξης, ξέρω ότι κατά βάθος συμφωνείτε μαζί μου.

Ο Θανάσης κοίταξε τριγύρω του. Το γυναικείο κοινό είχε αρχίσει να βαριέται, ενώ το ανδρικό να μελαγχολεί. Πήρε βαθιά αναπνοή, χαμογέλασε και συνέχισε σε πιο ανάλαφρο τόνο:

- Επειδή λοιπόν δε θέλω να έχω την τύχη του Φρύνιχου -τί με κοιτάτε με τα μάτια γουρλωμένα, διαβάστε και λίγο αρχαία Ελληνική γραμματεία!- που όταν ανέβασε την «Μιλήτου 'Αλωσι» τιμωρήθηκε με πρόστιμο επειδή οι θεατές ανακάλεσαν στη μνήμη τους «οικεία κακά», περνάω αμέσως στο παρασύνθημα: Φίλοι μου, εμένα στη στροφή με περιμένει η ίδια ευθεία που ακολουθώ τώρα -μόνο που αυτή η ευθεία θα έχει στρίψει λίγο! Ναι, μη χαμογελάτε... στο μέτρο του δυνατού, δε θα παρουσιάσω εκπλήξεις στον εαυτό μου και ελπίζω και αυτός να μην έχει εκπλήξεις για εμένα! Στη δουλειά του μπαμπά, στην αγκαλιά της μαμάς κι έχει ο Θεός. Δε νομίζω να περιμένατε κάτι διαφορετικό από εμένα, έτσι δεν είναι;

Με τα λόγια αυτά και φορώντας στο πρόσωπό του ένα θλιμμένο χαμόγελο παράδοσης σε δυνάμεις που τον υπερέβαιναν, ο Θανάσης παραχώρησε τη θέση του στον Βασίλη, το alter ego του στην ομάδα και για τους πιο αυστηρούς, την «ουρά» του. Για κάποιον ανεξήγητο -στα πλαίσια μιας τέτοιας επιφανειακής καταγραφής εκείνης της εποχής- λόγο, ο Βασίλης επόταν του Θανάση. Σε κάθε δραστηριότητα, σε κάθε κίνηση. Ίσως γι αυτό δεν αποτελέσε έκπληξη όταν, πολλά χρόνια αργότερα, ο Βασίλης παντρεύτηκε τη Νόρα, μια κοπέλα που του είχε πρωτο-παρουσιάσει ο Θανάσης, σαν κοπέλα του στην αρχή, σα μια ενδιαφέρουσα και γοητευτική γυναίκα αργότε και, τελικά, σαν την ιδανική σύζυγο για τον φίλο του Βασίλη που τον γνώριζε τόσο καλά!

Αν άκουγε κανείς τον Βασίλη, θα έμενε με την εντύπωση ότι αυτοί οι δύο άνδρες διαφωνούσαν σε κάθε πτυχή. Κι όμως, η ταύτισή του με τον Θανάση ερχόταν μέσα από την εκδήλωση αντίθεσης σε οτιδήποτε έλεγε ο πνευματικός του πατέρας.

- Και γιατί παρακαλώ να κατηγορούμε τις γυναίκες; Επειδή πολλές φορές καταφέρνουν να εκφράσουν αυτό που εμείς δε μπορούμε; Και τότε, για να κρύψουμε την ενόχλησή μας που μια γυναίκα βρήκε τη δύναμη να πει αυτό δεν μπορέσαμε εμείς, γουρλώνουμε υποκριτικά τα μάτια μας από την έκπληξη που τέτοια λόγια βγήκαν από γυναικεία χείλη. Εγώ λοιπόν είμαι περισσότερο αισιόδοξος από το φίλο μου το Θανάση για το μέλλον του ανδρικού πληθυσμού της ομάδας. Κι όσο για εμένα, εγώ θα επιφυλάξω μεγάλες εκπλήξεις στον εαυτό μου. Και θα είναι τόσο μεγάλες οι εκπλήξεις αυτές, που ούτε εγώ ο ίδιος μπορώ να τις γνωρίζω τώρα.


Οι δύο Διόσκουροι, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος, φέρνοντας στο μυαλό του εκείνα τα χρόνια: μπροστά να περπατά ο Θανάσης και πίσω του ο Βασίλης, προσπαθώντας να δώσει ουσία στη ζωή του μέσα από τη ζωή του Θανάση. Αλήθεια, είχε πει ποτέ του κάτι σημαντικό ο Βασίλης που να μην αποτελούσε σχολιασμό -κατά κανόνα διαφωνία- σε κάτι που είχε πει πριν από λίγο ο Θανάσης; Μάλλον όχι. Όταν για κάποιον λόγο ο Θανάσης δεν ερχόταν στο Πανεπιστήμιο, ο ετερόφωτος Βασίλης έμενε βουβός και περίμενε υπομονετικά να έρθει ο φίλος του με το οξυγόνο της ζωής.

Αλλά και ο Θανάσης δε μπορούσε να κάνει χωρίς τον Βασίλη. Από ματαιοδοξία, ίσως, αλλά μπορεί κι από ανασφάλεια, πριν αρχίσει να μιλάει βεβαιωνόταν ότι το έτερό του ήμισυ τον ακολουθούσε.


Ανακουφισμένος που είχε ολοκληρώσει ένα τόσο δύσκολο καθήκον, να μιλήσει δηλαδή μπροστά σε κοινό μόνος του με τον Θανάση να βρίσκεται στη πλευρά του ακροατηρίου και μάλιστα να κοιτάζει αφηρημένα προς τον ουρανό (!), ο Βασίλης βιάστηκε να φύγει από το βήμα του ομιλιτή.

Τα μάτια όλων έπεσαν στον Αλέξανδρο: Είχε λοιπόν έρθει η ώρα για τον επίλογό του; Μάλλον ναι, κρίνοντας από τα βλέμματα που τον περιτριγύριζαν. Μια στιγμή! Κάτι είχε ξεχάσει, κάτι του έλειπε. Αισθανόταν ένα σφίξιμο στο στομάχι, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πού οφειλόταν αυτό. Για ένα πράγμα όμως ήταν σίγουρος: κάτι είχε ξεχάσει...


Έκλεισε τα μάτια του. Πόσο ωραία θα ήταν αν θα μπορούσε ανοίγοντάς τα πάλι να έχει αποδιώξει για πάντα αυτό που είχε συμβεί εκείνη τη μέρα.

- Κι εγώ, τί να πω εγώ;

Η ίδια φωνή, η ίδια απόγνωση που δεν έλεγε να σβήσει όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Κι όμως, αν είχε σκεφτεί λίγο περισσότερο πριν αρχίσει να μιλάει εκείνη τη μέρα, αν είχε θυμηθεί αυτό που, όπως συνήθως, είχε ξεχάσει... όχι μόνο αυτός, όλοι τους!


- Λοιπόν φίλοι μου, είμαι πολύ χαρούμενος και πολύ λυπημένος συγχρόνως. Χαρούμενος γιατί διαπιστώνω ότι έχουμε όλοι στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και λυπημένος επειδή διαπιστώνω ότι, όπως φαίνεται καθαρά από τα λόγια σας, δεν έχετε αφήσει στην καρδιά σας λίγο χώρο στο μέλλον για το ένδοξο παρόν μας. Βέβαια ήταν πολύ θαρραλέα κίνηση να ανοίξουμε τις καρδιές μας ο ένας στον άλλον αλλά.... αλλά σκέφτομαι μήπως τελικά θα ήταν καλύτερα να έχουμε αποφύγει αυτή τη σύγκρουση... τη σύγκρουση με την αλήθεια, σε αυτή τη σύγκρουση αναφέρομαι. Σκεφτείτε πόσο ωραία θα ήταν να περάσουμε αυτή την τελευταία εκδρομή του Πανεπιστημίου χαρούμενοι και μετά, να τραβήξουμε ο καθένας το δρόμο του. Κι όλες αυτές οι στιγμές της «ομάδας εξερεύνησης του κόσμου» να μείνουν στη μνήμη μας σα θέματα διήγησης σε παρέες όταν θα θέλουμε εντυπωσιάσουμε κάποιον για την επαναστατικότητά μας, την ενεργητικότητά μας, τις επιδόσεις μας στο σεξ, το πόσο πολυταξιδεμένοι είμαστε. Κι εμείς, τί κάναμε εμείς; Αντί να κάνουμε υπομονή για να διατηρήσουμε στη μνήμη μας το πιο γλυκό ψέμα της ζωής μας, το βάλαμε μπροστά μας και το γυμνώσαμε. Και καλά, ο «βασιλιάς ήταν γυμνός» αυτό λίγο-πολύ το γνωρίζαμε όλοι. Αλλά εμείς δεν αρκεστήκαμε σε αυτή τη διαπίστωση, είμαστε ανήσυχα πνεύματα βλέπεις! Προχωρήσαμε ακόμα πιο μακρυά στην ανάλυσή μας και καταλήξαμε ότι ο βασιλιάς εκτός από γυμνός είναι και άσχημος και βρέθηκε από σύμπτωση στο θρόνο του. Κι εμείς, απλά τον ανεχτήκαμε και με αυτή την ανοχή μας του δώσαμε δύναμη!

1   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12  

 
 

^