Στιγμές στο χρόνο

Εισαγωγή
Στιγμές στο χρόνο
27 Ιουνίου
Στιγμές... χαμένες για πάντα
Αντίο Ροκιά
Συντρίμμια
Μια χαμένη ευκαιρία
Η 'Αρια Φυλή 3018 μ.Χ
Διάλογοι με τη σκιά
Η σελίδα του Θέμη στο 'Ιντερνετ

Καιρό τώρα, έβλεπε παράξενες μορφές στον ύπνο του. άγνωστες, μακρινές, αλλά οικείες. Σα να προσπαθούσαν να μπουν στην ψυχή του, σα να ήθελαν να του πουν κάτι...

Ξύπνησε ιδρωμένος. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και κοίταξε τριγύρω.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Η σιωπή της νύχτας σκέπαζε κάθε ήχο και έμεινε μόνος του με το σκοτάδι και τις σκέψεις του. Δεν ένοιωθε καλά, αλλά δεν ήξερε το γιατί. Πάλι αυτές οι μορφές χτυπούσαν την πόρτα των ονείρων του.

Το βλέμμα του έπεσε στην πολυθρόνα στην άκρη του δωματίου ... μια σκιά ήταν καθισμένη, με την πλάτη γυρισμένη στο κρεβάτι του. Ακίνητη, σκυμμένη.

"Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις εδώ".

Το δωμάτιο πλημμύρισε από ένα εκτυφλωτικό φως που ξεκινούσε από μια έντονη δέσμη από το ταβάνι και έπεφτε πάνω στον άγνωστο. Ο Κωνσταντίνος έκλεισε τα μάτια του.

Ζαλισμένος από την λάμψη, άνοιξε διστακτικά τα μάτια του και προσπάθησε να διακρίνει τα πράγματα στο δωμάτιό του. 'Αναψε το πορτατίφ που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι και κοίταξε προς την άλλη πλευρά: η πολυθρόνα ήταν άδεια.


Μια βαθιά φωνή έφτασε στα αυτιά του: "Πήγαινε πίσω... στις στιγμές...". Δεν κατάλαβε τις τελευταίες λέξεις. Γύρισε απότομα προς το μέρος απ' όπου ακούστηκε η φωνή αλλά δεν είδε τίποτα. Ο δρόμος ήταν έρημος.

άρχισε να περπατάει με γρήγορο βήμα προς το γραφείο του. Είχε αργήσει κι αν υπήρχε μια μέρα στον κόσμο που δεν έπρεπε να αργήσει, ήταν η σημερινή. Πέρασε βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο και κατευθύνθηκε προς την είσοδο της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν το γραφείο του.

Κάτι του τράβηξε την προσοχή. Παράξενο, γιατί ήταν πολύ βιαστικός. Στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε στο πάρκο μπροστά στην πολυκατοικία, καθόταν σκυμμένος ένας άντρας. Φορούσε παλτό, πράγμα μάλλον αφύσικο για αυτήν την εποχή, είχε ήδη μπει ο Μάιος. Τα μακριά του μαλλιά κάλυπταν το πρόσωπό του και το σκυμμένο του κεφάλι στηριζόταν στα χέρια του.

Την ώρα που έφτανε τα σκαλιά της πολυκατοικίας, γύρισε για τελευταία φορά το κεφάλι του προς τον άγνωστο. Αυτός, λες και το κατάλαβε, ανασήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε... ο Κωνσταντίνος ένοιωσε ένα τράνταγμα. Προχώρησε προς το ασανσέρ ζαλισμένος.

"Είστε καλά, κύριε Ευαγγελίδη;" τον ρώτησε ο θυρωρός.

"Καλά είμαι... τώρα. Να δούμε το μεσημέρι πώς θα είμαι, μετά τη συνάντηση" .

Είχε αργήσει στην πιο κρίσιμη συνάντηση της επαγγελματικής του ζωής. Με βαριά βήματα πλησίασε στην αίθουσα συνεδριάσεων, σίγουρος ότι τον περίμενε εκεί το βλοσυρό ύφος του ιδιοκτήτη της εταιρίας του και το επίπλαστα σοκαρισμένο -από την καθυστέρησή του- ύφος του ξενέρωτου άγγλου με τον οποίο είχε τη συνάντηση.

Ήταν η μεγάλη του ευκαιρία και, αυτήν τη φορά, θα ήταν μόνος. Η εταιρία ακούμπησε πάνω του την τύχη της υπόθεσης, για λόγους αδιευκρίνιστους στους υπόλοιπους. Υπήρχαν και άλλοι παλαιότεροι, πιο έμπειροι. Γιατί αυτός;

Φτάνοντας στη γραμματεία δεν αντιμετώπισε τα έκπληκτα βλέμματα των κοριτσιών. Παραξενεύτηκε.

"Ήρθατε μαζί; Πού ήσασταν; Ο άλλος μέσα έχει τρελαθεί από την αγωνία του" του είπε η Λίλυ.

Δεν χρειάστηκε να αποδείξει πόσο ετοιμόλογος ήταν. Εκείνη την ώρα η πόρτα άνοιξε και ο άγγλος συνεργάτης μπήκε ασθμαίνοντας:

"I am awfully sorry for the delay... how embarrassing! This is the first time in my life that such a thing happens to me".

"No sweat, please take your time", του είπε ο Κωνσταντίνος. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να πάρει το ύφος του αξιοπρεπούς στελέχους που ήταν στην ώρα του και περίμενε υπομονετικά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη απέναντί του: κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εύκολο, φορούσε ακόμα το μπουφάν του και ήταν απόλυτα προφανές ότι μόλις είχε μπει και ο ίδιος.


Ήταν μια συνάντηση απ' αυτές που συμβαίνουν μόνο μια φορά στην ζωή ενός νέου στελέχους με βλέψεις. Είναι η έμπνευση της στιγμής, η δύναμη της απόγνωσης ίσως, που σε οπλίζει με το θράσος να προβάλλεις απόλυτα απλούς, καθημερινούς λόγους για μια τόσο σημαντική καθυστέρηση. Τόσο απλά, τόσο φυσικά...

O John Smith εκτίμησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος του είπε ότι είχε αργήσει επειδή την προηγούμενη γνώρισε μια καταπληκτική κοπέλα και έπιναν όλο το βράδυ. Και αυτός εξάλλου πέρασε το βράδυ πίνοντας στο ξενοδοχείο και φαίνεται, αν και είχε πολλά χρόνια ένσημα στο ποτό, ότι το ελληνικό ούζο είχε κάνει το θαύμα του.

Η συζήτηση πήγε πολύ καλά, πέρα από κάθε προσδοκία και ο Κωνσταντίνος ήξερε ότι πλέον, ότι και να γινόταν, είχε πάρει ένα μεγάλο μάθημα: πίσω από κάθε βαριά προσωπικότητα, κρύβεται μια ανθρώπινη υπόσταση τόσο ελαφριά, τόσο ευάλωτη, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να την παρασύρει ο άνεμος της ζωής.

Την ώρα που αποχαιρετούσε τον John Smith, αισθάνθηκε πάλι ένα τράνταγμα: τον ήξερε τον άνδρα που είχε δει καθισμένο στο παγκάκι την ώρα που έμπαινε στο γραφείο σήμερα το πρωί. Ήταν αυτός που βρισκόταν καθισμένος στην πολυθρόνα του δωματίου το προηγούμενο βράδυ.

Φεύγοντας το απόγευμα από το γραφείο κοίταξε προς τα πάρκο: το παγκάκι ήταν άδειο.


Η επιτυχία του Κωνσταντίνου στην επαφή του με τον Smith σχολιάστηκε στην εταιρία του. Όλοι εντυπωσιάστηκαν από την άνετη και γεμάτη αυτοπεποίθηση στάση του. Τον Κωνσταντίνο όμως άλλο τον απασχολούσε: ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος άντρας που είχε εισβάλλει στα όνειρά του, αλλά και στην πραγματική του ζωή. Δεν είχε ακόμα καταλάβει αν ήταν αληθινός ή πλάσμα της φαντασίας του. Και χωρίς να ξέρει το γιατί, ήταν σίγουρος ότι η βαθιά φωνή που άκουσε εκείνη την μέρα, ανήκε σε αυτόν τον άντρα. "Φαντασίες" σκέφτηκε. "Τα' χω χάσει και βλέπω παράξενες μορφές τριγύρω μου".

Μια αμυδρή μορφή που εξαφανίζεται σιγά-σιγά από το μυαλό του και μια χαμηλή φωνή που σιγοσβύνει στ' αυτιά του.

Πέρασε καιρός...


Εκείνο το βράδυ είχε πιει πολύ. Το συνήθιζε τον τελευταίο καιρό, του άρεσε πολύ το παιχνίδι της επαναφοράς από την κατάσταση της γλυκιάς μέθης της προηγούμενης νύχτας σε μια κατάσταση φαινομενικού απόλυτου ελέγχου. Όλα κρέμονται σε μια κλωστή και αρκεί μια σπίθα για να πάρει φωτιά η συσσωρευμένη ποσότητα αλκοόλ στον οργανισμό. Και μετά, η γλυκιά αγωνία, πού θα καταλήξει αυτή η φωτιά...όλες οι αισθήσεις της λογικής του οργανισμού τρέχουν να την σβήσουν, για να μη χαθεί ο έλεγχος. Και μετά, όταν όλα έχουν ησυχάσει, αυτό το ακατάληπτο σε όλους χαμόγελο: "αν ξέρατε τι σκέφτομαι αυτή την ώρα, αν ξέρατε τι παραλίγο να γίνει, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα θέλατε να με συναναστρέφεστε".

Βγήκε από την τουαλέτα με ένα ελαφρό τρέκλισμα. "Όρθιος" είπε αυστηρά στον εαυτό του. Ένα ποτάκι ακόμα. Και μετά, τέλος. Οι καθωσπρέπει είχαν φύγει από την παρέα και είχαν μείνει μόνο οι αλκόλες. Μια αδιόρατη συμφωνία κυρίων και κυριών αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Πίνουμε όλοι μαζί, αλλά καθένας για την πάρτη του. Τόσο κοντά, αλλά τόσο χώρια. Μοιραζόμαστε τα συναισθήματα που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα της παρέας αλλά, πριν φτάσουν στην καρδιά μας, παίρνουν την μορφή των δικών μας προβλημάτων και γίνονται προσωπικά. Έτσι η αποδοχή τους είναι εύκολη και μένουμε με την ψευδαίσθηση ότι οι άνθρωποι που μας περιτριγυρίζουν είναι ίδιοι με εμάς και έχουν τις ίδιες αγωνίες. Μια επιβεβαίωση της σωστής επιλογής που κάναμε στα μέλη της παρέας του τραπεζιού όπου πίνουμε.

άκουσε πίσω του μια φωνή που του φάνηκε γνωστή. Όχι φωνή, ένα βαθύ τόνο. Γύρισε αργά και τον είδε... ο άγνωστος άντρας ήταν πίσω του και σιγοψιθύριζε. Μόνος του. Είχε την πλάτη του γυρισμένη, αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν αυτός.

άνοιξε το στόμα του για να του μιλήσει, αλλά δεν βγήκε καμιά λέξη. Σήκωσε το δεξί του χέρι σα να αγόρευε. Αυτή η κίνηση του έδινε πάντα έμπνευση, λες και ξυπνούσε την σωστή λέξη για την κάθε στιγμή. Όχι εκείνη την φορά.

Ο άντρας γύρισε προς το μέρος του. Για πρώτη φορά, έστρεψε το βλέμμα του πάνω στον Κωνσταντίνο. Έμεινε ανέκφραστος και μετά γύρισε προς την πόρτα και απομακρύνθηκε.

"Τον ξέρεις αυτόν;" ρώτησε τον μπάρμαν. "Αυτόν που είναι δίπλα στην πόρτας και ετοιμάζεται να φύγει... τον ξέρεις";

"Είναι ώρα να φύγεις εσύ, μου φαίνεται" του είπε ο μπάρμαν με μια τρυφερή ειρωνία. " Το καλό είναι ότι, τουλάχιστον, δεν ακούς φωνές, απλώς βλέπεις άτομα που δεν υπάρχουν. Φύγε όμως τώρα γιατί σε λίγο θα αρχίσουν και οι φωνές".

Έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του σ' ένα φίλο. Θα γύριζε με ταξί. Ή με τα πόδια.

Βγήκε απ' το μπαρ και κοίταξε τριγύρω του: αριστερά ή δεξιά; Ευθεία, καλύτερα. Ενώ διέσχιζε τον έρημο δρόμο, άκουσε τον ήχο ενός κινητήρα που μόλις ξεκίνησε. Ήχος βαθύς, που φάνηκε κάπως οικείος, αλλά βέβαια τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Είδε στη γωνία τα φώτα ενός μαύρου αυτοκινήτου να ανάβουν. Το δεξί μόνο δηλαδή, το αριστερό ήταν καμένο.

Μια Alfa Romeo Giulietta, μαύρη. Είχε τέτοιο αυτοκίνητο όταν ήταν φοιτητής στο Λονδίνο. Πλησίασε το αυτοκίνητο και είδε με έκπληξη ότι ήταν δεξιοτίμονο.

"Μια τέτοια ακριβώς Giulietta είχα στο Λονδίνο" σκέφτηκε. "Κυκλοφορούν ακόμα μετά από δέκα πέντε χρόνια; Και μάλιστα δεξιοτίμονες;"

Την ώρα που άκουσε τη μηχανή να ξεκινάει, το βλέμμα του έπεσε στις πινακίδες του αυτοκινήτου: EGJ 356X. Λάθος, δε μπορεί. Αυτά ήταν τα νούμερα του δικού του αυτοκινήτου, καμιά αμφιβολία γι αυτό. Υπάρχουν μερικά βασικά πράγματα που ένας άντρας δε ξεχνάει ποτέ στη ζωή του... Τι ήθελε το αυτοκίνητο αυτό στην Ελλάδα, δέκα πέντε χρόνια μετά;

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί περισσότερα. Το παράθυρο άνοιξε και ο οδηγός του έκανε νόημα να μπει μέσα... Κοίταξε καλύτερα. Στο τιμόνι βρισκόταν αυτός ο άγνωστος άντρας που είχε δει και στο bar.

Σαν υπνωτισμένος μπήκε στο αυτοκίνητο. Η ίδια μυρωδιά από καμένα λάδια, το ίδιο άβολο κάθισμα, όπως τότε, αλλά και η ίδια υπέροχη αίσθηση ελευθερίας, που συχνά αγνοεί ένα σωματικό ξεβόλεμα.

Προσπάθησε να δει έξω από το παράθυρο. Είναι στιγμές που καταλαβαίνεις πόσο χρήσιμο είναι να πλένεις τα τζάμια για να μπορείς να κοιτάς έξω. Δύο χρόνια στο Λονδίνο, δεν είχε πλύνει το αυτοκίνητό του ποτέ. Τώρα λοιπόν, που είχε ανάγκη να δει έξω από το παράθυρο, πλήρωνε αυτή του την τεμπελιά.

Μια στιγμή, αυτά ήταν παραλογισμοί. ... τι γύρευε το αυτοκίνητο αυτό στην Ελλάδα μετά από τόσο καιρό και τι γύρευε αυτός ο άγνωστος άντρας στο τιμόνι του;

Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Μια δύναμη τον ώθησε να ανοίξει το παράθυρό του. Κοίταξε έκπληκτος το κτίριο που βρισκόταν μπροστά του: "Αυτό είναι το 70ό δημοτικό, στην Ακρόπολη. Εδώ πήγα σχολείο τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Αλλά δείχνει όπως τότε, χωρίς τις αλλαγές που έχουν γίνει".

Ο άντρας που βρισκόταν στο τιμόνι δεν έδειξε να συγκινείται από αυτά τα λόγια. 'Αφησε τον Κωνσταντίνο να κοιτάζει έκπληκτος το παλιό του σχολείο και να προσπαθεί να καταλάβει πώς βρέθηκε εκεί με το αυτοκίνητο που οδηγούσε σαν φοιτητής στο Λονδίνο. Ο κρύος αέρας έκανε τον Κωνσταντίνο να κλείσει το παράθυρο.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Ο οδηγός του έδειχνε να ξέρει πολύ καλά πού κατευθυνόταν. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε αρθρώσει κουβέντα. Είχε αφεθεί στο παράξενο ταξίδι που του προσέφερε ο μυστηριώδης άντρας. Ο αρχικός φόβος, είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του σε μια γλυκιά ανησυχία, απ' αυτές που κάνουν την καρδιά να χτυπάει ξέφρενα. Ένα απέραντο μυστήριο της ζωής, που δε θέλεις να τελειώσει ποτέ.

Λίγα μετρά πιο κάτω, το αυτοκίνητο ξανασταμάτησε. Μηχανικά ο Κωνσταντίνος άνοιξε το παράθυρο: το σπίτι του φάνηκε γνωστό... κοίταξε την επιγραφή με το όνομα του δρόμου που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω: Bishops Road... το σπίτι του στο Λονδίνο! Ο Κωνσταντίνος πρόσεξε τη μουσική έπαιζε το –ξεχαρβαλωμένο- κασετόφωνο: Don't dream it's over, όπως τότε. Μπροστά από τα μάτια του πέρασαν αστραπιαία εικόνες από εκείνη την περίοδο. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη. Κοίταξε ασυναίσθητα προς τα δεξιά του. Ο άγνωστος άντρας φαινόταν να χαμογελάει και αυτός. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το κηπάκι του σπιτιού.

"Θα κόψω ένα φύλλο από το δέντρο. Για το γούρι. Έτσι έκανα και τότε". Έβαλε το φύλλο στην τσέπη του παντελονιού του και έτρεξε προς το αυτοκίνητο.

Η επόμενη στάση -λίγα μέτρα πιο κάτω κι αυτή- ήταν η Via Stellini στο Μιλάνο. Εδώ έμεναν οι φίλοι του, ο Nini και η Viki και είχε περάσει υπέροχες στιγμές σ' αυτό το σπίτι.

Σαντορίνη, Βαρκελώνη, Βάρκιζα, San Fransisco ... οι εικόνες γυρνούσαν γύρω του σε ένα ξέφρενο ρυθμό. Ταξίδια στο χρόνο, σε όλα τα μέρη της γης που το ένα έδειχνε να απέχει από το άλλο μόλις λίγα μέτρα, λίγα δευτερόλεπτα. Μπορούσε να απλώσει το χέρι του και να αγγίξει αυτές τις στιγμές.

Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο άντρας έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε. "Που με αφήνει εδώ τώρα, στη μέση του...". Πού ήταν; Δεν είχε ιδέα. Τόσα χρόνια της ζωής του πέρασαν μπροστά του σε λίγα λεπτά. Δεν ήταν ανήσυχος κατά βάθος. Ένοιωθε μια παράξενη εμπιστοσύνη σ' αυτόν τον άνθρωπο, τον άγνωστο που του φαινόταν τόσο κοντινός.

Κοίταξε έξω. Ένας σταθμός του ηλεκτρικού ήταν. Προσπάθησε να βρει κάποιο στίγμα για να καταλάβει πού τον είχε οδηγήσει αυτή η μοναδική διαδρομή. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα κατάστημα με σουβενίρ που βρισκόταν στην είσοδο του σταθμού: Bir Hakeim ... στο Παρίσι! άρα κάπου πίσω πρέπει να ήταν... μα βέβαια, ο πύργος του άιφελ!

Ο άγνωστος φίλος (;) του μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο. Είχε προλάβει να γίνει μούσκεμα. Στο χέρι του κρατούσε μια εφημερίδα, που την άφησε μπροστά στον Κωνσταντίνο. Αυτός την άνοιξε από περιέργεια: Liberation. Τίποτα το παράξενο, στο Παρίσι βρισκόταν. Καθώς ετοιμαζόταν να την κλείσει, έριξε μια αδιάφορη ματιά στην ημερομηνία... 2 Μαϊου 2006!

Η έννοια του χρόνου είχε μπει σε εντελώς δεύτερη μοίρα, αλλά πάλι, όσο ζαλισμένος από το ποτό και να ήταν, όταν βγήκε από το bar ήταν 1993, γι αυτό ήταν σίγουρος. Ο οδηγός έδειξε να καταλαβαίνει την απορία του Κωνσταντίνου, αλλά ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και συνέχισε την οδήγηση.

Ο Κωνσταντίνος αισθανόταν μεθυσμένος από τις εναλλαγές των εικόνων. Η ζωή του, ο πιο σημαντικές στιγμές της, είχαν περάσει μπροστά από τα μάτια του τόσο φυσικά, λες και τα πισωγυρίσματα στο χρόνο και τους τόπους ύφαιναν μια υπέροχη, αρμονική αλληλουχία.

Αυτός ο άνδρας είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Κωνσταντίνου. Έδειχνε να ξέρει καλά κάθε γωνιά των δρόμων της ζωής του Κωνσταντίνου. Κάθε φορά που του ύψωνε τον αντίχειρά του και έκανε νόημα στον Κωνσταντίνο να ανοίξει το παράθυρο και να κοιτάξει έξω, οι εικόνες ανάβλυζαν το γλυκό μυστήριο της ζωής του, τόσο φυσικά, τόσο αληθινά. Μεθυσμένος από τις εικόνες, ο Κωνσταντίνος έκρυψε το πρόσωπό του με τις παλάμες του.

Αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο του. Ήταν η άραγε η ώρα να τελειώσει αυτή η μυσταγωγία; Όταν άνοιξε τα μάτια του, το χρώμα είχε χαθεί. Τα έβλεπε όλα ασπρόμαυρα. Όχι μουντά, μελαγχολικά, αλλά σα κάτι, παίρνοντας το χρώμα, να έδωσε στην ζωή την αγνότητα των παλιών χρόνων. Μέσα στο ασπρόμαυρο φόντο, είδε από μακριά μια φιγούρα να πλησιάζει προς τη μεριά του. Είχε τα χέρια πίσω από τη μέση και περπατούσε αργά σιγοσφυρίζοντας.

"Πατέρα" ψιθύρισε.

Η μορφή της φιγούρας είχε πια σχηματοποιηθεί. Τι όμορφος και υγιής που φαινόταν ο πατέρας του.

άκουσε παιδικές φωνές και ξένοιαστα γέλια πίσω του και γύρισε. Ένας κύριος κρατούσε σφιχτά δύο μικρά παιδιά ένα σε κάθε του χέρι και έτρεχε μαζί τους. Γνωστό σουλούπι, σκέφτηκε. Κοίταξε πιο προσεκτικά, μέσα από τα θαμπωμένα μάτια του. Δεν αναγνώρισε τον άνδρα, αλλά του φαινόταν πολύ γνωστός.

Το χρώμα είχε ξαναμπεί στις εικόνες που έβλεπε. Γύρισε πίσω του προς τη μεριά που ήταν ο πατέρας του, αλλά δεν υπήρχε τίποτα.

"Κωνσταντίνε" άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει. "Η πρώτη επαφή με την πραγματικότητα μετά από πολύ ώρα", σκέφτηκε. "Ποιος με φωνάζει;". Γύρισε προς την κατεύθυνση της φωνής... η φωνή δεν ήταν για αυτόν. Μια όμορφη γυναίκα μιλούσε στον άνδρα με τα δύο παιδιά που περνούσε από μπροστά του.

"Κωνσταντίνε, πρόσεξε, μην τρέχετε!".

Κοίταξε προσεκτικότερα τον άνδρα που απομακρυνόταν με τα παιδιά. Ήταν βέβαια μεγαλύτερος και είχε παραπάνω κιλά, αλλά τον αναγνώρισε. Ήταν...

Το χέρι στον ώμο, του έδωσε να καταλάβει ότι είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Υπάκουα, γύρισε και κατευθύνθηκε προς την Giulietta που είχε μείνει με τη μηχανή αναμμένη στην άκρη του δρόμου.

"Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;" ρώτησε τον άντρα όταν έσβησε τη μηχανή. Ο άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

"Τι συνέβη σήμερα; Ήταν αληθινά όλ' αυτά που έζησα ή δημιουργήματα της φαντασίας μου; Κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει όλες αυτές τις λεπτομέρειες για τη ζωή μου, εκτός βέβαια αν..."

Ο άγνωστος άντρας γύρισε προς το μέρος του Κωνσταντίνου. Τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλάξει και ήταν σα να κοιτάζει ο Κωνσταντίνος ένα καθρέφτη.

"Στιγμές στο χρόνο, ολόδικές μας. Αυτή είναι η ζωή. Και όποιος έχει πολλές τέτοιες στιγμές και μπορεί να τις φέρνει στη μνήμη του, και στην καρδιά του, είναι αληθινά πλούσιος στη ζωή. Τώρα βέβαια, αν έχει "καλπάζουσα εικονοπλασία του περίγυρου" όπως έλεγε για εσένα ο καθηγητής σου στο λύκειο, μπορεί να επιλέγει δημιουργικούς τρόπους να τις φέρνει στη μνήμη του. Σημασία έχει στο τέλος να μένει μια γλυκιά γεύση ζωής, χωρίς μελοδραματισμούς και υπερβολές. Αυτή είναι η ζωή, ένα ψηφιδωτό από στιγμές που συνθέτουν στο σύνολό τους έναν πίνακα. Είναι όμορφο ο πίνακας αυτός να έχει πολλά χρώματα και πολλά σχέδια, διαφορετικά το ένα με το άλλο που να συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο. Κανένα ψηφιδωτό δεν είναι ίδιο με τα άλλα. Και κανένας δε μπορεί να πει ποιο είναι όμορφο και ποιο όχι. Αλλά να, στο τέλος-τέλος, η μαγκιά είναι να κοιτάζεις το ψηφιδωτό της ζωής σου και να αισθάνεσαι πλούσιος από το αποτέλεσμα...".

"Αισθάνεσαι λοιπόν πλούσιος από το αποτέλεσμα;" άκουσε μια φωνή πίσω του. Ακολούθησαν πνιχτά γέλια και βρέθηκε περιτριγυρισμένος από την παρέα των "μάχιμων ουρανίσκων" που μόλις είχε ολοκληρώσει την βραδινή δόση από αλκοόλ στο bar.

"Νομίζαμε ότι θα έχεις φύγει με ταξί. Πρέπει να έμεινες ένα μισάωρο έξω, δεν ξεπάγιασες;" τον ρώτησε ο Γιώργος. Ο Κωνσταντίνος τον κοίταξε με απορία.

"Τι είναι αυτά που μονολογούσες για υπερηφάνειες για το αποτέλεσμα;" του είπε ο Κωστής. "Πέστα και σε μας, να είμαστε υπερήφανοι και εμείς για τον φίλο μας".

Ο Κωνσταντίνος προχώρησε χωρίς να τους απαντήσει. Οι εικόνες γύριζαν ακόμη στο μυαλό του. Η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν βίαιη και ότι και να έλεγε θα του φαινόταν ασήμαντο.

Δεν είναι και μικρό πράγμα να κάνεις το γύρο της ζωής σου, εμπρός και πίσω, μέσα στο αυτοκίνητο των φοιτητικών σου χρόνων. Σε ποιόν να τας πεις αυτά, όμως και ποιος να σε καταλάβει;

"Ρε συ, το κλειδί του αυτοκινήτου σου μου το έδωσες, ή το πήρες μαζί σου;" του είπε ο Κωστής. "Φάγαμε τον κόσμο στο bar να το βρούμε, αλλά τίποτα. Για ψάξου".

Ο Κωνσταντίνος έβαλε βαριεστημένα το χέρι του στη δεξιά τσέπη. Το κλειδί ήταν εκεί. 'Αδικα τους είχε κάνει άνω-κάτω. Καθώς ετοιμαζόταν να βγάλει το χέρι από τη τσέπη του, μια αίσθηση δροσιάς άγγιξε το χέρι. Έψαξε την τσέπη του με μεγαλύτερη προσοχή και βρήκε την πηγή της δροσιάς.

Ένα φύλλο.

Κριτικές
ΚΛΙΚ MEN PLAYBOY MADAME FIGARO ΣΙΝΕΜΑ MARKETING WEEK ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ PENTHOUSE CAR Κριτικές Αναγνωστών
Από την παρουσίαση του βιβλίου στον κινηματογράφο "'Αστρον"