Κριτικές
Αντί προλόγου
Πρώτο Σημάδι - Η Σκιά
Δεύτερο Σημάδι - «Θέλεις να μιλήσεις με τον πατέρα σου;»
Τρίτο Σημάδι - Μάθημα Ζωής
Τέταρτο Σημάδι - Ο άνθρωπος στο κουτί
Πέμπτο Σημάδι - Το αίμα του άλλου
Έκτο Σημάδι - «Θα σε δω στον ύπνο σου»
Έβδομο Σημάδι - Η τελευταία ευκαιρία
Όγδοο Σημάδι - Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα
Επίλογος (Νοέμβριος '98)
<IMG SRC="counter.gif">

Πέμπτο Σημάδι - Το αίμα του άλλου

Ο Φίλιππος ξύπνησε με ένα κεφάλι έτοιμο να σπάσει.

"Αφού δε με σηκώνει η νύχτα, γιατί την προκαλώ;" αναρωτήθηκε.

Έφερε στο μυαλό του το επεισόδιο της προηγούμενης βραδιάς. "Τώρα μάλιστα. Μπλέκω σε καυγάδες στη μέση του δρόμου. Σαν αλήτης".

Δε θυμόταν πολλά πράγματα από αυτήν την ταραγμένη νύχτα. Μόνο ότι η μία κουβέντα έφερε την άλλη με αυτούς τους άγνωστους...πως βρέθηκαν όλοι ένα κουβάρι, ούτε που το κατάλαβε.

Αισθανόταν ότι μέσα στο κεφάλι του είχαν κλειστεί τα τριάντα αρκουδάκια από την διαφήμιση με τις μπαταρίες και χτυπούσαν τα τύμπανά τους ασταμάτητα. Κατά τα άλλα όμως, δεν ένοιωθε πόνο σε κάποιο σημείο του σώματός του. "Καθαρή την βγάλαμε", σκέφτηκε.

Ανασηκώθηκε και κατάλαβε ότι είχε κοιμηθεί με τα ρούχα του. Πράγμα φυσιολογικό μετά από ένα τόσο γερό μεθύσι με καυγά. Τότε είδε κάτι που τον πάγωσε: το πουκάμισό του ήταν κατακόκκινο... αίματα παντού.

Έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί, μπορεί να είχε χάσει πολύ αίμα. Φαίνεται λοιπόν ότι η πρώτη εντύπωση ότι την έβγαλε καθαρή, ήταν λανθασμένη.

Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να μείνει στο κρεβάτι για πάντα. Σηκώθηκε διστακτικά και πλησίασε τον μεγάλο καθρέφτη.

Μαύρα χάλια. Τεράστιοι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια και το άδειο βλέμμα του αλκοόλ.

"Είναι άραγε ένα βαθύ κόψιμο ή πολλά μικρά;" σκέφτηκε. Η κατανομή του αίματος σε όλο του το πουκάμισο, τον προετοίμασε ότι μάλλον θα έπρεπε να περιμένει πολλά τραύματα. 'Aρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο μπροστά στον καθρέφτη. Αργά-αργά, για να απολαμβάνει τις στιγμές της αγωνίας.

Είχε φτάσει στη μέση και ακόμα τίποτα. Κανένα τραύμα, καμιά πληγή, καθόλου αίμα.

Έβγαλε εντελώς το πουκάμισό του και κοιτάχτηκε προσεκτικά στον καθρέφτη. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία: δεν είχε καμιά πληγή. Μια υπόκωφη κραυγή πολέμου και μια σφιγμένη γροθιά, επισφράγισαν τον μικρό προσωπικό θρίαμβο: το αίμα δεν ήταν δικό του!

Η μέρα του κύλησε ομαλά στο γραφείο. Ξέχασε τους πονοκέφαλους και τις αγωνίες. Ήταν όλα εντάξει. Το βράδυ θα έπεφτε για ύπνο ήσυχος.


Την επόμενη μέρα ξύπνησε ευδιάθετος. Ήταν Παρασκευή και το τριήμερο υποσχόταν πολλά.... Κεφάτος προχώρησε προς την κουζίνα για καφέ. Περνώντας μπροστά από τον καθρέφτη, είδε ένα φρέσκο χαμογελαστό πρόσωπο. Σταμάτησε.

Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Το μπλουζάκι του ήταν ματωμένο. Έτρεξε προς το κρεβάτι και σήκωσε τα σκεπάσματα... το σεντόνι ήταν γεμάτο αίματα.

"Το γίνεται εδώ, ρε γαμώτο;". Η χθεσινή αγωνία, είχε δώσει την θέση της στην περιέργεια, που έφτανε τα όρια του θυμού. Ένας θυμός προς κάθε τι ακατανόητο, αλλόκοτο ίσως, που συμβαίνει με τόσο φυσικό τρόπο.


Μια εβδομάδα συνεχιζόταν αυτό το φαινόμενο. Χωρίς να έχει καμμιά ενόχληση στην διάρκεια του ύπνου του, ξύπναγε το πρωί μέσα στα αίματα.

Το ενδεχόμενο κάποιος να του έκανε μια κακόγουστη φάρσα γύριζε στο μυαλό του, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν κλειδωμένη και έμενε μόνος του. Τότε, τι;

Θάπρεπε κάποιος να τον παρακολουθήσει την ώρα του ύπνου του. Κάποιος πολύ δικός του άνθρωπος. Ο φίλος του ο Νίκος του φάνηκε σαν η καλύτερη λύση. Γνωριζόντουσαν από μικρά παιδιά, είχαν μεγαλώσει μαζί, θα μπορούσε να του ζητήσει οτιδήποτε.

"Τι είναι αυτά που λες, ρε μαλάκα; Εσύ να κοιμάσαι και εγώ να κάθομαι από πάνω σου να σε παρατηρώ; Είσαι με τα καλά σου;" Με τα πολλά, ο Νίκος δέχτηκε.

Εκείνο το βράδυ ο Νίκος ήπιε όσο νεσκαφέ δεν είχε πιει σε όλη του την ζωή. Συζήτησε αρκετή ώρα με τον Φίλιππο και όταν τον είδε έτοιμο να κλείσει τα μάτια του, του είπε: "Μη φοβάσαι φίλε... ότι και να συμβεί, θα είμαι δίπλα σου".

άφησαν ένα μικρό φως αναμμένο και καληνυχτίστηκαν. "Δηλαδή, τι καληνύχτα, εγώ στην πρίζα θα είμαι" είπε ο Νίκος.


Ο Φίλιππος άνοιξε τα μάτια του: είχε ξημερώσει και το φως του ήλιου έμπαινε δειλά-δειλά στο δωμάτιό του.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ο Νίκος: βρισκόταν κουλουριασμένος στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι με τα μάτια του κλειστά.

Τον σκούντησε. "Μπράβο ρε, ωραία τα κατάφερες... Έχεις λιώσει στον ύπνο, μου φαίνεται".

Ο Νίκος άνοιξε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του. "Τι μ' έμπλεξες μ' αυτά ρε μαλάκα; Γιατί δεν έβρισκες κανένα άλλον;"

Ο Φίλιππος ταράχτηκε. Το ύφος του Νίκου ήταν τρομαγμένο σαν να είχε δει φαντάσματα. Τον άφησε να ηρεμήσει και περίμενε από αυτόν το πρώτο βήμα. Έμεναν σιωπηλοί για αρκετοί ώρα. Ο ένας για αυτά που έπρεπε να πει και ο άλλος για αυτά που έπρεπε να ακούσει.

"Λοιπόν;" ρώτησε ο Φίλιππος.

"Κοίτα φίλε. Δεν ξέρω με τι έχεις μπλέξει, πάντως να ξέρεις ότι το αίμα είναι αληθινό. Έμεινα ξύπνιος μέχρι τις τρεις... σε κοίταζα προσεκτικά. Κάπου ταξίδευες, μουρμούριζες ακαταλαβίστικα και ξαφνικά άρχισες να ζητάς συγγνώμη από κάποιον και να κλαις. Προσπάθησα να σε ξυπνήσω, αλλά εσύ τίποτα. Το μπλουζάκι σου μάτωνε, χωρίς να υπάρχει πληγή. Αίμα να δουν τα μάτια σου. Και συ έκλαιγες συνέχεια. Προσπάθησα να καταλάβω τι έλεγες. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, πάντως έλεγες κάτι σαν «συγγνώμη, τώρα καταλαβαίνω πόσο σας πλήγωσα...». Τρόμαξα ρε φίλε. Δεν καταλάβαινες τι σου έλεγα. Και μετά, γαλήνεψες. Χαμογέλασες και άνοιξες τα μάτια. Με είδες δίπλα σου και μου είπες «Εντάξει, είναι εντάξει. Τους πλήγωσα με τη συμπεριφορά μου ρε γαμώτο.... Τι κωλόπαιδο που ήμουν. Αλλά με συγχώρησαν και αυτό έχει σημασία». Και μετά μου έσφιξες το χέρι -να βλέπεις και τα αίματα εδώ- και μούπες να μην ανησυχώ για εσένα, να κοιμηθώ, όλα ήταν εντάξει. Ποιοι ήταν τελικά αυτοί ρε Φίλιππε;". Ο Φίλιππος έδειχνε ήρεμος. "Ποιοι νάταν; Όλοι αυτοί που έχω βλάψει στη ζωή μου με τη συμπεριφορά μου. Χωρίς να το καταλάβω, δεν ήθελα ίσως να το καταλάβω...".

Εκείνο ήταν το τελευταίο πρωί που ξύπνησε ο Φίλιππος με ματωμένο του μπλουζάκι του.