Υπόγειος - 17

 
 

Φαίνεται ότι χρειάζεται μια αφορμή για να δικάσει κανείς τον εαυτό του. Δεν ξεκινάς χωρίς λόγο μια τέτοια δοκιμασία που προξενεί πόνο και μπορεί να οδηγήσει σε αποκαλύψεις που ίσως ανατρέψουν μια ασφαλή ζωή, έτσι δεν είναι; Όταν σβήνουν τα φώτα και σταματάνε τα γέλια και οι φωνές, μένουμε μόνοι με τον πιο αυστηρό κριτή. Τον μόνο άνθρωπο που ξέρει όσο κανείς άλλος στον κόσμο, για ποιες πράξεις πρέπει να μας εγκαλέσει. Και, τί σύμπτωση, φέρνει στο προσκήνιο μοναδικές λεπτομέρειες για όλα αυτά που είχαμε καταχωρήσει -ή, ίσως κρύψει- στο υποσυνείδητό μας με ελαφριά καρδιά. Για όλα όσα νιώθαμε μέχρι εκείνη την ώρα εξαγνισμένοι, βασισμένοι σε εκ των προτέρων γνωστές ανοχές που λες και μας έχουν τυλίξει μ' ένα πέπλο αόρατο που σβήνει όλα τ' ατοπήματα και συγχωρεί τις αμαρτίες: Δεν το είχα καταλάβει πόσο σε πόνεσα, είχα εκείνη την εποχή άλλα στο μυαλό μου, έφταιγες όμως κι εσύ, πολλές φορές μετά το σκεφτόμουν και ήθελα να κάνω κάτι γι αυτό, αλλά κι εσύ δε με βοήθησες, δε μου άνοιξες τα μάτια, εγώ δεν είχα κακή διάθεση...

Κι όλα αυτά, που άφησαν πίσω τους ένα χαμόγελο αμηχανίας ή μια στιγμιαία πικρή γεύση πριν πάρουν τον δρόμο της λήθης, μαζεύονται πάνω από το κεφάλι μας σα σύννεφα που ενώνονται μεταξύ τους και γίνονται τελικά μια μεγάλη σκιά που τα καλύπτει όλα. Όλα, εκτός από την αλήθεια, που λες και ξυπνάει από λήθαργο και διεκδικεί: Το είχα καταλάβει, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ, προέβαλα άλλα πράγματα και έκρυβα την αλήθεια, κατά βάθος ποτέ δεν το ξεπέρασα, είναι ένας βραχνάς που σα σαράκι με τρώει σιγά-σιγά, κι έρχεται η στιγμή που κοιτάζω μέσα μου, και βλέπω μια καρδιά φαγωμένη, ένα δωμάτιο με βραβεία ξεφτισμένα και φωτογραφίες ενός γελαστού ανθρώπου που μου μοιάζει αλλά δεν είμαι εγώ.

Θε μου, δεν είμαι αυτό που νόμιζα.

Κατευθύνθηκε προς τον εγκαταλελειμμένο διάδρομο του υπογείου σταθμού του Junius Street όπου είχε δει για τελευταία φορά τη μοιραία γυναίκα που είχε αλλάξει τη ζωή του. Πέρασε αρκετή ώρα στον διάδρομο ψηλαφίζοντας γονατιστός κάθε σπιθαμή των τοίχων. Κάτι μέσα του τον έκανε να αισθάνεται σίγουρος ότι η γυναίκα των ονείρων του βρισκόταν κάπου εκεί και τον παρακολουθούσε. Δε μπορούσε να βρει κάποιο πέρασμα, κάποιο μυστικό μονοπάτι που θα τον οδηγούσε σ' αυτήν, αλλά συνέχισε να ψάχνει μέχρι που αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Ανασηκώθηκε, τίναξε από το παντελόνι του την σκόνη που είχε μαζέψει από το βρώμικο δάπεδο και άρχισε να προχωράει αποφασιστικά.

«Σ' ευχαριστώ» άκουσε τον εαυτό του να ψιθυρίζει. «Ξέρω ότι με βλέπεις και αρχίζω να καταλαβαίνω τί θέλεις να μου πεις».

Εκείνη την ώρα άκουσε ένα τρένο να έρχεται προς τον σταθμό. Σαν υπνωτισμένος από μια δύναμη που δε μπορούσε να της αντισταθεί, ακολουθώντας το κάλεσμα ενός άγνωστου πεπρωμένου, προχώρησε προς τις γραμμές του τρένου. «Τίποτα», σκέφτηκε. Δεν είχε ζήσει τίποτα. Ούτε μεγάλους έρωτες, ούτε μεγάλες συγκινήσεις, ούτε καν επιτυχίες στη ζωή του. Είχε κάνει πολλά αλλά εκείνη την ώρα, δεν είχε καμία επίγευση ζωής στα χείλη του. Σα να μην είχε ζήσει ποτέ, σα να μην είχε τίποτα να αφήσει πίσω του, ακόμα και σαν ανάμνηση.

Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό και ελάχιστοι επιβάτες κατέβηκαν στην Junius Street.

Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν επτά και είκοσι.

Οι πόρτες των βαγονιών έκλεισαν και το τρένο ξεκίνησε. Ο Λέοναρντ έριξε μια τελευταία ματιά προς τον εγκαταλελειμμένο διάδρομο του υπογείου. Η θεά δεν ήταν πουθενά.

Έκλεισε τα μάτια του και έκανε ένα βήμα προς τις γραμμές. Εικόνες και ήχοι στροβιλίζονταν γύρω του, στιγμές μιας ζωής που εμφανίζονταν μπροστά του για να διεκδικήσουν μέσα σε κλάσματα, μια ακόμα ευκαιρία, μια επαναξιολόγηση με διαφορετικό μάτι.

Χωρίς να το σκεφτεί, πλησίασε προς τις γραμμές του τρένου. Το άκουσε να πλησιάζει, μετά το είδε να ξεπροβάλλει από το τούνελ. Μια ανάσα απόσταση από το τέλος... τόσο εύκολα, τόσο αβίαστα. Την ώρα που έκανε το τελικό βήμα, αισθάνθηκε ένα χέρι να τον συγκρατεί πριν βρεθεί στο κενό και να τον τραβά πίσω. Ένα τρυφερό χέρι, απίστευτα δυνατό, που τον τίναξε σα να ήταν φτερό μακριά από το τρένο που πέρασε από μπροστά του με μεγάλη ταχύτητα, κόβοντάς του την ανάσα.

Χωρίς να έχει συνέλθει από την έκπληξη, κοίταξε προς τη μεριά του σωτήρα του: μια γυναικεία μορφή, άγνωστη αλλά τόσο οικεία, τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο συγκατάβασης.

«Ποια είσαι εσύ; Γιατί δε με άφησες να το κάνω;» ρώτησε με επίπλαστη αυστηρότητα τη μαυροφορεμένη κοπέλα.

«Αν ήξερες τί ακριβώς ήθελες να κάνεις και, κυρίως, γιατί, θα σε άφηνα. Με λένε Κήρα (7). Και τώρα, πρέπει να σε αφήσω. Σε περιμένει ένα μεγάλο ταξίδι...»

Η γυναίκα, του χαμογέλασε για μια ακόμα φορά και σήκωσε το χέρι της, σε ένδειξη αποχαιρετισμού. Λίγο πριν εξαφανιστεί στο σκοτεινό τούνελ του τρένου, τον κοίταξε τρυφερά:

«Μην πιστεύεις αυτά που λένε για εμάς, Λέοναρντ... Εξάλλου, εσύ δεν ήσουν ετοιμοθάνατος».

<    >