Υπόγειος - 16

 
 

H διαδρομή πάνω σε αυτούς τους μαλακούς θάμνους φάνηκε ατέλειωτη στον Λέοναρντ. Υπάρχουν, σκέφτηκε, και πιο ωραίες επιφάνειες να βαδίσεις προς το πεπρωμένο σου!

Δεν είχε ακόμα καταλάβει το νόημα των όσων συνέβαιναν, αλλά ήταν πια σίγουρος: πλησίαζε στο τέλος. Αυτή η σιγουριά όμως, τον έκανε ανυπόμονο. Η σκέψη και μόνο ότι θα έπρεπε να περάσει τον χρόνο του από εδώ και πέρα σ' αυτό τον υπόγειο κόσμο όπου η βασίλευε η ματαιότητα για κάθε τι, τον τρέλαινε!

Παρασυρμένος από αυτές τις μαύρες σκέψεις, δεν πρόσεξε ότι η διαδρομή του, είχε τελειώσει. Είχε βρεθεί σε μια τεράστια άδεια αίθουσα, όπου κυριαρχούσε η απόλυτη σιωπή.

«Προχώρησε μόνος σου από εδώ και πέρα. Ο Γρεύζα σε περιμένει» του είπε με χαμηλή φωνή ο Χάρυ, δείχνοντάς μία γωνία της αίθουσας όπου βρισκόταν ένα μεγάλο τραπέζι. «Καλή Κρίση να έχεις και να βρεις με Καθαρό Νου και Καρδιά τον τόπο που θα σε στεγάσει από εδώ και πέρα».

«Μου μιλάει λες και εγώ θα πάρω την απόφαση», σκέφτηκε ο Λέοναρντ.

Καθώς προχωρούσε προς τη γωνία που του είχε δείξει ο Χάρυ, ο Λέοναρντ αντιλήφθηκε με την άκρη του αριστερού του ματιού μία σκιά να εξαφανίζεται. Γύρισε απότομα και κοίταξε προς τη μεριά της: δεν ήταν καθόλου σίγουρος, αλλά του φάνηκε ότι είδε μια γυναικεία σιλουέτα να απομακρύνεται με χορευτικές κινήσεις, έχοντας υψωμένα τα χέρια της.

Δε μπορούσε ασφαλώς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της σιλουέτας, αλλά ο τρόπος της κίνησής της του φάνηκε κάπως οικείος. Κάτι του θύμιζε, και μάλιστα κάτι πρόσφατο.

Θυμήθηκε. Ήταν η φιγούρα της γυναίκας που είχε ξεφυτρώσει μέσα από το έδαφος, που πετάχτηκε μπροστά τους όταν ακολουθούσε τον Χάρυ μέχρι τον χώρο της Κρίσης.

Κήρα, κάπως έτσι την είχε φωνάξει ο Χάρυ.

Καθώς αντίκρισε τους Κριτές απέναντί του, ένα ρίγος τον διαπέρασε, που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί ποτέ. Άνοιξε το στόμα να μιλήσει, αλλά έμεινε παγωμένος στη θέση του.

Σιωπή, η σιωπή του θανάτου είχε απλωθεί. Αλλά πάλι, πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Δεν το έκρυβε πλέον από τον εαυτό του, τα όσα τον περιέβαλαν έκαναν την διαπίστωση προφανή: βρισκόταν στον κόσμο των νεκρών και ήταν έτοιμος να μιλήσει με τον ηγέτη αυτού του κόσμου. Η ιδέα της κρίσης τον γέμισε άγχος. Δεν ήξερε τί να περιμένει, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για κακές, αχρείες πράξεις που είχε κάνει στην πάνω ζωή. Είχε έρθει η ώρα να λογοδοτήσει γι αυτές.

Υπήρχαν πολλά πράγματα που είχε κάνει στην ζωή του για τα οποία δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου υπερήφανος. Αυτά τα πράγματα θα έβρισκε μπροστά του τώρα, προφανώς τα πλάσματα αυτού του κόσμου τον είχαν φακελώσει καλά και γνώριζαν τα πάντα γι αυτόν.

Ακατανόητα μηνύματα φθάνουν στ' αυτιά μας... και το περιεχόμενό τους εξαπλώνεται σ' όλο το σώμα μας, σα βουητό. Περνάει από την καρδιά και φτάνει στα πόδια, κάνοντάς τα να λυγίζουν σαν ανήμπορα δεντράκια μπροστά σε ανεμοθύελλα. Η ώρα πλησιάζει. Ποια ώρα, δεν ξέρουμε στην αρχή (ή μήπως ξέρουμε;), αλλά σιγά-σιγά, το περιεχόμενο των μηνυμάτων αρχίζει να γίνεται καταληπτό και μέσα από το βουητό μπορούμε να ξεχωρίσουμε λέξεις που επαναλαμβάνονται με έμφαση. Και ανάμεσά τους, σαν απόηχος από τον θόρυβο, ξεχωρίζει η λέξη «Κρίση». Και ξαφνικά, όλα γίνονται καθαρά: έφτασε η ώρα της κρίσης, η ώρα να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας (του σώματος και του μυαλού). Και η πορεία προς το χώρο όπου θα ληφθεί η τελική απόφαση, είναι δύσκολη αλλά απελευθερωτική. Και στο τέλος της, καταλήγουμε να αποζητάμε αυτήν την κρίση, για να καθαρίσει η ψυχή μας. Και ενώ στην αρχή, κανένας δεν ψάχνει να βρει την πηγή των μηνυμάτων, λίγο πριν έρθει η ώρα να αντικρίσει το πρόσωπο του κριτή στον καθρέφτη του, καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος για ψέματα και υπεκφυγές... ο κριτής, ξέρει τα πάντα για τον κρινόμενο.

Ανασήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε προς τη μεριά των Κριτών. Ήταν όλοι τους καθισμένοι στο μεγάλο, βαρύ τραπέζι με καλυμμένο το πρόσωπό τους από κουκούλες. Σα να έδωσε το σύνθημα ένας αόρατος σκηνοθέτης μιας σκοτεινής χορογραφίας, οι Κριτές ανασήκωσαν συγχρόνως τις κουκούλες τους και παρουσίασαν τα πρόσωπά τους.

Όχι όλοι.

Ο άνθρωπος που φαινόταν να είναι ο αρχηγός -αυτός πρέπει να ήταν ο Γρεύζα- φορούσε κάτι στο κεφάλι του (8). Ο Λέοναρντ θυμήθηκε οτι, όταν τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά, του είχε κάνει εντύπωση οτι δεν μπορούσε, παρά τις προσπάθειές του, να διακρίνει το πρόσωπό του. Κάθε φορά που έστρεφε το βλέμμα του προς τα εκεί, μια παράξενη δύναμη το απομάκρυνε, σα να χτυπούσαν οι ακτίνες από τα μάτια του σε ένα μαγνητικό πεδίο που τις απόδιωχνε από τον προορισμό τους.

Και τώρα, η ίδια δύναμη απομάκρυνε το βλέμμα του Λέονανρτ από το πρόσωπο του Γρεύζα. Αισθανόταν την παρουσία του, άκουγε τη βαθιά μεταλλική του αναπνοή, αλλά ήταν σα να έχει μπροστά του έναν άνθρωπο με αόρατο πρόσωπο.

Έστρεψε το βλέμμα του στους υπόλοιπους Κριτές. Πρόσωπα ηλικιωμένων ανδρών με ευγενικά χαρακτηριστικά, που τον κοίταζαν με ενδιαφέρον. Έδειχναν τόσο διαφορετικοί από τους υπόλοιπους κατοίκους αυτού του κόσμου, περισσότερο σα συνήγοροι υπεράσπισης του φάνηκαν, παρά σαν κριτές. Ο τρόπος με τον οποίο τον κοίταζαν του έδωσε, για πρώτη φορά από τότε που είχε βρεθεί σ' αυτόν τον κόσμο, ελπίδα.

«Δεν γνωρίζω τί περιμένεις από την Κρίση σου» του είπε ο μεγαλύτερος από αυτούς. «Αντιλαμβάνομαι... όλοι μας το αντιλαμβανόμαστε» -έδειξε τους άλλους δύο συντρόφους του στο τραπέζι, φροντίζοντας να εξαιρέσει με λεπτότητα τον Γρεύζα από την ομάδα αυτών που το αντιλαμβάνονταν- «οτι έχεις αρνητικά συναισθήματα για όλα όσα σου συμβαίνουν αυτήν την ώρα. Όμως, κι αντίθετα απ' ότι νομίζεις, δεν είμαστε εδώ για να σε κατηγορήσουμε. Εσύ ο ίδιος εξάλλου επέλεξες αυτό το τέλος της ζωής του, τον χρόνο και τον τρόπο του. Κι εσύ είσαι αυτός που θα κρίνεις τον εαυτό σου. Κι αν σε τρομάζει η παρουσία του Γρεύζα, οι σύντροφοί μου κι εγώ βρισκόμαστε εδώ αυτήν την ώρα για να σε βοηθήσουμε να κρίνεις τον εαυτό σου δίκαια. Δε δείχνεις ν' απορείς -φαίνεται ότι το περίμενες. Ε ναι, εσύ θα κρίνεις τον εαυτό σου -εσύ θα αποφασίσεις αν σου αξίζει η διαμονή στη Νήσο ή η Αιώνια Τιμωρία που θα σε οδηγήσει στα απώτερα βάθη, όπου θα έχεις παντοτινή σου συντροφιά τις ενοχές σου.»

Ο άντρας μιλούσε αργά, σα να ήθελε να δώσει χρόνο στο Λέοναρντ να αφομοιώσει την κάθε λέξη. Στο τέλος κάθε του πρότασης, οι δύο άλλοι άντρες που είχαν βγάλει τις κουκούλες, κουνούσαν τα κεφάλια τους, δείχνοντας οτι τα λόγια του σοφού συντρόφου τους, τους έβρισκαν απόλυτα σύμφωνους.

«Αναλογίσου τα όσα έκανες, όχι μόνο με τα έργα σου αλλά και με τη σκέψη σου όσο βρισκόσουν στον επάνω κόσμο. Δεν έχεις κανένα λόγο να λάβεις βεβιασμένες αποφάσεις, έχεις άλλωστε όλο τον χρόνο του Κόσμου στη διάθεσή σου. Θα αποσυρθούμε τώρα, για να σε αφήσουμε μόνο σου να αποφασίσεις. Καλή Κρίση.»

<    >