Υπόγειος - 18

 
 

Ταπεινωμένος. Έτσι ένιωθε. Καθόταν στην μέση του πουθενά -και μάλιστα αυτό το πουθενά βρισκόταν βαθιά μέσα στη γη- μόνος και δίκαζε τον εαυτό του για ατοπήματα που ποτέ δεν είχε καταλάβει το μέγεθός τους. Και ξαφνικά, σα να σηκώθηκε μια κουρτίνα στη σκηνή της ζωής του και ξεγυμνώθηκαν όλες του οι πράξεις και τα μεγάλα αμαρτήματα που κρύβονταν πίσω τους τόσο καιρό, αποκαλύφθηκαν. Και το πιο παράξενο ήταν ότι σύρθηκε σε αυτήν τη δίκη αβίαστα, λες και καταλάβαινε πόσο απαραίτητη του ήταν... μια στιγμή! Απαραίτητη; Η σκέψη αυτή τον ενόχλησε αφόρητα: είναι δυνατόν να συνειδητοποιεί κάποιος από τη μια στιγμή στην άλλη πως ό,τι είχε κάνει σε όλη του ζωή δεν είχε καμία αξία ή -κι αυτό ήταν ακόμη χειρότερο- ότι θα ερχόταν μια ώρα που θα τα έσβηνε μονοκοντυλιά όλα;

Και έμεινε εκεί με τις σκέψεις του, για λεπτά, ώρες, μέρες, μήνες -ο χρόνος δεν είχε πια αξία. Είδε τη ζωή του να περνάει σα φιλμάκι μπροστά στα μάτια του και του φάνηκε στεγνή, ασήμαντη. Δεν είχε όμως τελικά μεγάλες αμαρτίες, όχι. Η μεγαλύτερη αμαρτία του ήταν ότι ποτέ δεν είχε ανοίξει την καρδιά του για να αφουγκραστεί τον ήχο της ζωής και τώρα, ένιωθε τύψεις για τη μηδενική συνεισφορά του στο ΟΛΟ. Τίποτα δεν είχε προσφέρει, έτσι ζύγιζε το πέρασμά του. Μια πεταλούδα που δεν έμαθε ποτέ να πετάει και έφυγε από τον κόσμο της μετά από μια ζωή σα σκουλήκι που δεν εξελίχθηκε...

Και κάθε τόσο, γύριζε και χαμογελούσε πικρά στον αόρατο φίλο του που καθόταν δίπλα του σε όλη την ώρα της κρίσης. Δεν είχε ανακαλύψει το νόημα της ζωής επάνω, αλλά ήταν σίγουρος ότι δεν είχε δώσει στον εαυτό του ποτέ την ευκαιρία για το ταξίδι. Δεν έζησε ποτέ το «τώρα» και είχε μείνει με ένα θλιβερό «τότε» που μόνο μελαγχολία του προκαλούσε.

Ένα θρόισμα που ακούστηκε πίσω του διέκοψε τις σκέψεις του. Ή μήπως τις είχε τελειώσει και ο μυστηριώδης φίλος είχε έρθει για τον επίλογο;

Δε χρειαζόταν να γυρίσει το πρόσωπό του προς την μεριά όπου ακούστηκε ο θόρυβος.

Ήταν ο Γρεύζα, ένιωθε την παρουσία του αλλά -παράξενο- δεν αισθάνθηκε τρόμο! Έμεινε για λίγο καρφωμένος στη θέση του, προσπαθώντας να βεβαιωθεί ότι ένιωθε μια δύναμη να αναβλύζει από μέσα του.

Δεν είχε κάνει λάθος, αισθανόταν δυνατός, μπορούσε πια να αντικρίσει τον Γρεύζα στα μάτια...

<    >