Υπόγειος - 19

 
 

Ο νεαρός άντρας ανασήκωσε το πρόσωπό του και κοίταξε τον καθρέφτη του μπάνιου του:

«Δείχνεις χάλια, φίλε, αλλά μου αρέσεις! Βλέπω επάνω σου κάτι που μου δίνει ελπίδα. Φρόντισε να μην τα κάνεις θάλασσα τώρα, έτσι;»

Ο Λέοναρντ αισθανόταν περίεργα. Δεχόταν έναν καταιγισμό εικόνων από κόσμους μακρινούς και πλάσματα της φαντασίας που η θύμησή τους, έστω και αμυδρή, του δημιουργούσε ανατριχίλες.

Αυτός ο άντρας στον καθρέφτη που τον κοίταζε με αυστηρό ύφος, του έφερε στο μυαλό αδιόρατες μνήμες από αυτόν τον μακρινό τόπο. Ναι, δεν έκανε λάθος, τον είχε συναντήσει αυτόν τον άντρα στο ταξίδι του, αλλά δε μπορούσε να θυμηθεί πού ακριβώς.

Ο Λέοναρντ δεν ήταν στα καλά του τον τελευταίο καιρό. Πολλές φορές του είχε τύχει να ξυπνήσει χωρίς να θυμάται πού είχε βρεθεί το προηγούμενο βράδυ. Τα μόνα απομεινάρια των νυχτερινών του ταξιδιών σε άγνωστους προορισμούς ήταν κάτι αλλόκοτα, απόκοσμα ονόματα, που έρχονταν στα χείλη του κι έφευγαν αμέσως σα φοβισμένα παιδιά.

Ανασήκωσε το βλέμμα του προς τον καθρέφτη. Ο αυστηρός του φίλος βρισκόταν πάντα εκεί, μόνο που τώρα σχηματιζόταν στο πρόσωπό του ένα παράξενο χαμόγελο. Ο Λέοναρντ ανταπέδωσε το χαμόγελο στον άγνωστο και ετοιμάστηκε να φύγει για να πάει να ετοιμαστεί για το γραφείο. Τον ήξερε αυτόν τον άνθρωπο, δεν είχε καμία αμφιβολία γι αυτό.

Σα να ήταν συνεννοημένοι, οι δύο άντρες κινήθηκαν να φύγουν από τον καθρέφτη την ίδια ακριβώς στιγμή. Θα ξανάβλεπε άραγε ο Λέοναρντ τον άγνωστο που, αν και ξυπνούσε μέσα του στιγμές αγωνίας, του φαινόταν τόσο οικείος; Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη.

Ο άγνωστος είχε κάνει το ίδιο. Ένα τελευταία βλέμμα, ένας βουβός αποχαιρετισμός...

Καθώς προχωρούσε προς την κρεβατοκάμαρά του, ο Λέοναρντ πάγωσε. Ήξερε ποιος ήταν αυτός ο άντρας, τον ήξερε καλά. Έτρεξε προς τον καθρέφτη αποφασιστικά:

«Γρεύζα! Εσύ ήσουν λοιπόν!»

Από την άλλη μεριά του καθρέφτη είδε τον εαυτό του, έναν απορημένο άντρα που τον κοίταζε, αποκαλώντας τον «Γρεύζα».

<    >