Υπόγειος - 20

 
 

Η διαδρομή με το τρένο κύλησε πολύ γρήγορα, χωρίς εκπλήξεις. Μόνο όταν το τρένο σταμάτησε στο σταθμό Junius Street, αισθάνθηκε ένα παράξενο σκίρτημα στην καρδιά του. Κοίταξε τριγύρω του νευρικά, σα να περίμενε να δει κάτι, ένα πρόσωπο ίσως, που είχε κάποιο μήνυμα να του δώσει. Κανείς, τίποτα.

«Οι σκέψεις που κάνει κάποιος» σκέφτηκε, «για να περάσει γρήγορα η διαδρομή στον υπόγειο μέχρι να φτάσει στο γραφείο, είναι κάτι το απίστευτο».

Τα ίδια απρόσωπα πρόσωπα χωρίς καμία σύσπαση στο πρόσωπό τους απάρτιζαν την ομάδα των συνταξιδιωτών του, σαν ένα τεράστιο κομμάτι ζελέ σε διαφορετικά μεγέθη και χρώματα. Μόνο που εκείνη τη μέρα, αισθάνθηκε τον ζελέ να πάλλεται σε ένα ρυθμό που τον προσκαλούσε σε κάτι καινούργιο, ζωντανό.

Ποιος να ξέρει πώς θα μπορούσαν να εξηγηθούν αυτά τα παράξενα συναισθήματα. Δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να μιλήσει στους συναδέλφους του στο γραφείο για κάτι τέτοιο:

«Θα το πω στα παιδιά στο γραφείο, ότι όλοι οι άλλοι επιβάτες του τρένου, μου φαίνονταν σα ένα μεγάλο κομμάτι ζελέ που παλλόταν ρυθμικά και με προσκαλούσε να μπω κι εγώ στο χορό -τί θα σκεφτούν άραγε για μένα;»

Μπαίνοντας στο γραφείο του, αισθάνθηκε σα σχολιαρόπαιδο που πρωτομπαίνει στην τάξη. Όλα ήταν εκεί που τα άφησε, όλα βρίσκονταν στη θέση τους.

«Όλα είναι στη θέση τους, τίποτα δεν άλλαξε» ψιθύρισε.

«Ναι, τα γραφεία, τα κομπιούτερ και οι άλλοι φίλοι τους από τον κόσμο των επίπλων και της γραφικής ύλης, δε συνηθίζουν να μετακινούνται από τη μέρα στην άλλη. Και να θέλανε, δηλαδή, πού να προλάβουν, λίγες ώρες τα άφησες μόνα τους!»

Ήταν η Ντόροθυ!

Έδειχνε πολύ όμορφη: της πήγαιναν πολύ τα μαύρα, της έδιναν μια επική διάσταση στα μάτια του. Ο τρόπος που κινήθηκε προς τη μεριά του, θύμισε στο Λέοναρντ την κίνηση μιας άλλης γυναίκας -ποιας όμως, δε μπορούσε να θυμηθεί εκείνη την ώρα.

Την κοίταξε με νόημα στα μάτια, εισπράττοντας μια σιωπηλή αποδοχή του ύφους του και ανταπόκριση στα όσα αδιευκρίνιστα αισθανόταν γι αυτήν την γυναίκα.

Έμειναν σιωπηλοί αρκετή ώρα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ήξεραν και οι δύο ότι η αλήθεια ήταν κρυμμένη βαθιά μέσα τους και δε θα είχε κανέναν νόημα να την αναζητήσουν, τουλάχιστον όχι εκείνη την ώρα. Ίσως ήταν μια συνομωσία που ο μίτος της θα ήταν αδύνατον να ξετυλιχτεί εκείνη την στιγμή. Ίσως πάλι μια σιωπηρή αποδοχή υπερφυσικών δυνάμεων ενός πεπρωμένου που τους υπερέβαλε... έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στα μάτια αρκετή ώρα.

«Αγάπη μου» του είπε πρώτη η Ντόροθυ, «συγχώρεσέ με για τον τρόπο που σου φέρθηκα. Το παράκανα, το ξέρω, αλλά ήμουν πολύ εκνευρισμένη μαζί σου. Όταν όμως κατάλαβα, χθες το βράδυ, ότι θα σε χάσω, αισθάνθηκα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου, αισθάνθηκα να χάνω το φως μου. Δε νομίζω ότι μπορείς να καταλάβεις τί πέρασα!»

«Μπορώ να καταλάβω, να είσαι σίγουρη γι αυτό. Και εγώ, Ντόροθυ, όταν σε έχασα, βρέθηκα στον άλλο κόσμο...»

Τα τελευταία λόγια αντήχησαν στο δωμάτιο καθώς ο Λέοναρντ αγκάλιασε τη Ντόροθυ.

<    >