Υπόγειος - 14

 
 

Ο Χάρυ προχωρούσε μπροστά με ανάλαφρο βήμα, ενώ ο Λέοναρντ ακολουθούσε σέρνοντας το βήμα του.

«Μην κάνεις έτσι, δεν είναι το τέλος του κόσμου».

«Με συγχωρείς, Χάρυ, είναι το τέλος της ζωής! Άρα... ναι, είναι το τέλος του κόσμου! Δε σε καταλαβαίνω, περίμενες μετά από αυτή την διαπίστωση να είμαι χαρούμενος; Δεν ξέρω τι σας έχουν μάθει εδώ, αλλά εγώ ξέρω ότι πεθαίνεις μία φορά, και μετά...»

Και μετά, σκοτάδι, αυτό σκέφτηκε. Ο Λέοναρντ κοίταξε μηχανικά τριγύρω του. Δεν ήταν σκοτεινά, δε θα μπορούσε να το πει αυτό, αλλά αυτός ο κόσμος είχε ένα παράξενο φως. Ένα φως που, λες και ήθελε να τονίσει το σκοτάδι!

Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του όσα είχε ακούσει για το «μετά»... ποτέ δεν έδινε σημασία στο «μετά» κι όταν άκουγε συζητήσεις γι αυτό το θέμα, έφευγε από το σημείο που γινόταν η συζήτηση με ένα ειρωνικό χαμόγελο, κουνώντας το κεφάλι του. Όχι βέβαια ότι αν είχε δώσει προσοχή σε τέτοιες συζητήσεις θα άλλαζε τίποτα αλλά, να, θα μπορούσε ίσως να είναι περισσότερο προετοιμασμένος γι αυτήν τη στιγμή.

Αισθάνθηκε τη γη κάτω από τα πόδια του πολύ μαλακή: κοίταξε χαμηλά και διαπίστωσε ότι βρισκόταν σ' ένα ωκεανό από μαλακούς θάμνους (5) που, ενώ στην αρχή έδιναν μια ευχάριστη αίσθηση στο πέλμα του, μετά από λίγο του δημιούργησαν έναν εκνευρισμό που ολοένα μεγάλωνε.

Εκνευρισμό; Παράξενο, αυτή ήταν η πρώτη δυναμική συναισθηματική εκδήλωση που είχε, από την ώρα που βρέθηκε σ' αυτόν τον κόσμο. Ναι, η αλήθεια είναι ότι η διαπίστωση της κατάστασής του τον είχε εκνευρίσει και η ιδέα και μόνο ότι θα έπρεπε να μείνει σ' αυτόν τον κόσμο για πάντα, τον τρέλαινε.

«Τί σε έπιασε ξαφνικά; Και γιατί σε έπιασε τώρα; Αφού από την αρχή ήξερες πού βρίσκεσαι. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Εσύ το επέλεξες αυτό, αυτό που σου συνέβη ήταν δική σου απόφαση».

«Θέλω να φύγω από εδώ. Δε μου αρέσει το σέρβις του ξενοδοχείου σας, δε μου αρέσετε κι εσείς. Μη το παίρνεις προσωπικά, Χάρυ, εξάλλου υπάρχουν τόσοι πολλοί άλλοι σαν κι εσένα εδώ γύρω. Γιατί λοιπόν να θεωρήσεις ότι μιλάω σ' εσένα και όχι σε κάποιον άλλο που είναι ίδιος μ' εσένα;»

«Είχες πάντα μια τη διάθεση να ειρωνεύεσαι όσους βρίσκονταν κοντά σου, έτσι δεν είναι; Ακόμα και τώρα, ακόμα και εδώ, συνεχίζεις. Α, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, ούτε μετά τον θάνατό τους!»

Ο Χάρυ κοίταξε τον Λέοναρντ: Για πρώτη φορά, στο άχρωμο και ανέκφραστο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένας μορφασμός. Απέχθεια, αυτό ήταν. Ο Λέοναρντ ένιωσε για πρώτη φορά ότι το είχε παρακάνει. Στο κάτω-κάτω, δεν τα είχε με τους κατοίκους αυτού του κόσμου, με τον ίδιο τον κόσμο τα είχε -ίσως και με τον εαυτό του.

Ο Χάρυ γύρισε ενοχλημένος το πρόσωπό του από την άλλη μεριά και άνοιξε το βήμα του.

«Να δούμε τί θα πεις στον Άρχοντα Γρεύζα (6) και αν θα έχεις όρεξη για ειρωνείες σε αυτόν» μουρμούρισε.

<    >