Υπόγειος - 13

 
 

«Έλα, θα σε συνοδέψω στους κήπους.»

«Μια στιγμή, είναι τόσος καιρός που μιλάμε, λεπτά, ώρες, μέρες, δεν έχω καταλάβει... ούτε δηλαδή ξέρω αν μιλάω με εσένα ή έναν άλλον από εσάς που είσαστε όλοι ίδιοι (φαίνεται ότι οι νέες συνθήκες δεν είχαν αλλάξει το κύριο χαρακτηριστικό του Λέοναρντ, που ήταν ο σαρκασμός και η ειρωνεία προς κάθε κατεύθυνση). Τέλος πάντων, όποιος κι αν είσαι, ότι κι αν είσαι, έχεις όνομα; Δεν μου πάει να πηγαίνω σε κήπους με άγνωστους που δεν ξέρω ούτε καν το όνομά τους.»

«Αν έχεις ανάγκη να με φωνάζεις με κάποιο όνομα, μπορείς να με λες Χάρυ (3). Ορίστε, τώρα ικανοποιήθηκε η περιέργειά σου; Ακολούθησέ με, σε περιμένουν οι άρχοντες του κόσμου μας για την κρίση.» (4)

«Περίμενε, Χάρυ. Δεν θα κάνω ούτε ένα βήμα παραπάνω, αν δεν μου δώσεις κάποιες εξηγήσεις. Έχω εξαντλήσει την υπομονή μου μ' εσάς. Βρέθηκα σ' ένα εντελώς άγνωστο κόσμο, δεν καταλαβαίνω τί μου συμβαίνει -ή, έστω, δε θέλω να καταλάβω, κι εσείς με περιφέρετε εδώ κι εκεί σαν αξιοθέατο -αν και κανένας δε δείχνει να ενδιαφέρεται για εμένα! Κι εγώ, σας ακολουθώ χωρίς να λέω λέξη. Αν δε μου εξηγήσεις μερικά πράγματα, δεν σκοπεύω να το κουνήσω ούτε χιλιοστό από εδώ που βρίσκομαι.»

Η φωνή του Λέοναρντ είχε ένα παιδιάστικο νάζι, ένα παράπονο που, αν το σκεφτεί κάποιος, δεν ήταν αδικαιολόγητο. Κάποια στιγμή, έπρεπε να μάθει.

«Ναι, να μάθεις, καμία αντίρρηση, αλλά αυτή η γνώση δεν θα έρθει μόνη της». Ο Χάρυ είχε διαβάσει την σκέψη του και του απαντούσε. «Πρέπει και εσύ να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι σου συμβαίνει, πού βρίσκεσαι. Φέρε στο μυαλό σου τις τελευταίες σου στιγμές πριν βρεθείς εδώ. Αυτό θα σε βοηθήσει πολύ να θυμηθείς και μετά, η επίγνωση δε θα αργήσει. Μη σε ανησυχεί, εγώ θα περιμένω μέχρι να αισθανθείς έτοιμος για την κρίση. Εδώ, εξάλλου, δεν έχουμε πρόβλημα χρόνου!».

Κρίση, ποια κρίση; Τί ήταν πάλι αυτό; Ο Λέοναρντ κάθισε στο πάτωμα και έφερε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Αυτή η στάση τον βοηθούσε να ηρεμήσει όταν βρισκόταν «πάνω» -μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ: και «κάτω» η στάση του μισού λωτού ήταν αποτελεσματική!

Βρέθηκε και πάλι στη Νέα Υόρκη, στον σταθμό του Junius Street. Κοίταξε τριγύρω. Οι γνώριμες εικόνες, δεν του φάνηκαν τόσο βαρετές και άσχημες αυτή την φορά. Τελικά η πόλη αυτή είναι πολύ όμορφη, ακόμα κι όταν βρίσκεται κάποιος σε ένα βρώμικο σταθμό υπογείου.

Κατευθύνθηκε και πάλι προς τον εγκαταλελειμμένο διάδρομο του υπογείου όπου είχε δει για τελευταία φορά τη μοιραία γυναίκα που είχε αλλάξει τη ζωή του. Πέρασε αρκετή ώρα στον διάδρομο ψηλαφίζοντας τους τοίχους, ενώ η καρδιά του πλημμύριζε από τη γλυκιά αγωνία της αποκάλυψης. Αυτή τη φορά, κάτι μέσα του, του έλεγε ότι θα την ξανάβλεπε. Κι όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε άνοιγμα πουθενά, ανασηκώθηκε, τίναξε από το παντελόνι του την σκόνη που είχε μαζέψει από το βρώμικο δάπεδο και άρχισε να προχωράει, αποφασισμένος να βγάλει για πάντα από το μυαλό του τα φαντάσματα που τον καταδίωκαν.

Εκείνη την ώρα άκουσε ένα τρένο να έρχεται προς τον σταθμό. Σα να τον είχε μαγνητίσει μια δύναμη που δε μπορούσε να της αντισταθεί, σα να ακολουθούσε ένα κάλεσμα του πεπρωμένου, προχώρησε προς τις γραμμές του τρένου. «Τίποτα», σκέφτηκε. Δεν είχε ζήσει τίποτα. Ούτε μεγάλους έρωτες, ούτε μεγάλες συγκινήσεις, ούτε καν επιτυχίες στη ζωή του, που μπορεί σε τελική ανάλυση να μην έχουν αξία, αποτελούν όμως το καλύτερο αντίδοτο στη μιζέρια μιας ζωής χωρίς το χρώμα της αγάπης και του έρωτα. Τίποτα, η ζωή του ήταν ένα τίποτα.

Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό και ελάχιστοι επιβάτες κατέβηκαν στην Junius Street.

Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν επτά και είκοσι.

Οι πόρτες των βαγονιών έκλεισαν και το τρένο ξεκίνησε. Ο Λέοναρντ έριξε μια τελευταία ματιά προς τον εγκαταλελειμμένο διάδρομο του υπογείου. Η θεά δεν ήταν πουθενά.

Έκλεισε τα μάτια του και έκανε ένα βήμα προς τις γραμμές.

Ο Λέοναρντ τινάχτηκε:

«Τώρα θυμάμαι... έπεσα στις γραμμές του τρένου. Άρα, τώρα είμαι... νεκρός.»

Η τελευταία λέξη αντήχησε σα ρόγχος μέσα στη νεκρική σιγή. Αφού ήταν νεκρός, τότε τώρα βρισκόταν...

<    >