Υπόγειος - 11

 
 

Τα τελευταία λόγια του ηγέτη αυτού του κόσμου, ηχούσαν στα αυτιά του Λέοναρντ σαν καμπάνες νεκρώσιμης τελετής που αποσκοπούν στην διαρκή υπενθύμιση στους συμμετέχοντες ότι πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία, όσο θλιβερή κι αν είναι αυτή, για να συνειδητοποιήσουν ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν το νόημα της συνέχειας της πορείας τους.

Την ώρα που μηχανικά ακολουθούσε την πομπή από άνδρες και γυναίκες που είχαν όλοι την ίδια ακριβώς εμφάνιση (οι γυναίκες ήταν όλες ίδιες με τη θεά του τρένου και οι άντρες με τον συνοδό του Λέοναρντ στην ολοκλήρωση της κατάβασής του), το πρόσωπό του έλαμψε:

«Γιατί είσαστε όλοι έτσι; Και γιατί είσαστε όλοι ίδιοι;»

«Και πώς θα ήθελες να είμαστε; Γέροι και κατσούφηδες; Ξέχνα ό,τι είχες ακούσει μέχρι σήμερα για εμάς».

«Μα δεν είχα ακούσει τίποτα. Άσε δηλαδή που μιλάς για εσάς σα να ξέρω εγώ ποιοι είστε».

«Ξέρεις, κατά βάθος ξέρεις. Κι αν ακόμα δεν ξέρεις, έχεις πάντως αρχίσει να καταλαβαίνεις.»

«Γιατί δε μου λέτε καθαρά τί μου έχει συμβεί; Με μεταφέρετε άσκοπα από δω και από κει, κι εγώ σας ακολουθώ σαν πειθήνιο όργανο.»

«Να λοιπόν ένα πολύ καλό σημείο εκκίνησης για τους συλλογισμούς σου. Σκέψου, τί είναι αυτό που σε κάνει να μας ακολουθείς σαν πειθήνιο όργανο;»

Η θεά του τρένου -μια από τις πολλές που ήταν εκεί, τέλος πάντων- είχε μια αυστηρότητα στη φωνή της, που δεν άφηνε πολλά περιθώρια για διαφωνίες. Δεν ήταν η δική του θεά, αυτή που μιλούσε. Ήταν μία απ' όλες, εξίσου όμορφη ίσως, αλλά με μάτια σβηστά και καρδιά άδεια.

«Μας ακολουθείς με εμπιστοσύνη, αυτό είναι το σωστό. Κι αυτό, επειδή νιώθεις ότι αυτό που σου συμβαίνει είναι κάτι πολύ φυσικό, κάτι που θα συμβεί στον καθένα κάποια στιγμή. Ξέρεις, όλοι μας όταν πρωτο-έρθουμε εδώ, αισθανόμαστε έξω από τα νερά μας, κοιτάζουμε γύρω μας σα να μην καταλαβαίνουμε τί μας συμβαίνει, αλλά κατά βάθος ξέρουμε, έτσι δεν είναι; Ακόμα κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε! Κι όλα αυτά, επειδή μας είχαν γεμίσει το μυαλό με εικόνες για αυτόν τον κόσμο, που είναι μαύρες και απωθητικές. Κι όμως, βλέπεις ότι όλα αυτά που μας έλεγαν, αυτά για τα οποία αγωνίζονταν να μας πείσουν, δεν είναι αληθινά. Και η διαμονή μας εδώ, δεν είναι άσχημη, τελικά. Αντίθετα. Χρειάζεται απλώς αίσθηση του πεπρωμένου, αυτό είναι όλο».

«Αλήθεια, πώς είναι η ζωή σας εδώ; Πώς περνάει η μέρα σας;»

«Η διαμονή -τόνισε αυτή την λέξη- εδώ προσφέρει μια ηρεμία, μια ασφάλεια. Έχουμε όλο τον χρόνο στη διάθεσή μας για να αναλογιστούμε τα λάθη μας και να αξιολογήσουμε όλες τις στιγμές που περάσαμε».

Ο Λέοναρντ είχε πολλά, πάρα πολλά να ρωτήσει. Τα όσα είχε ήδη ακούσει δεν του έφταναν. Συνέχισε να ακολουθεί την πομπή σαν υπνωτισμένος, αφήνοντας σιγά-σιγά πίσω του όλα τα πράγματα που τον απασχολούσαν όσο βρισκόταν στον κόσμο του. Μικρές καθημερινές έννοιες και μεγάλα μεταφυσικά ερωτήματα που η απάντησή τους ήταν -παλαιότερα- στόχος ζωής γι αυτόν, έδειχναν τώρα ασήμαντα.

Δεν είχε καμία αίσθηση του χρόνου, αλλά και κανένα ενδιαφέρον γι αυτόν. Κι όλα αυτά που, υπό άλλες συνθήκες, θα τον είχαν απασχολήσει, δεν είχαν περάσει καν από το μυαλό του. Όπως... το να φάει!

Παράξενο, δεν αισθανόταν πεινασμένος, αν και είχαν περάσει τόσες... ώρες, μέρες από τότε που... Από τότε που είχε κατεβεί σ' αυτόν τον κόσμο.

«Έλα, πάμε στο καθιστικό, ακολούθησέ μας».

Ακολούθησε την πομπή σε ένα μεγάλο χώρο με τραπέζια, που ήταν γεμάτος από πλάσματα με την ίδια ακριβώς εμφάνιση με τους άλλους. Όλοι κάθονταν αμίλητοι.

Όχι, δεν ήταν αμίλητοι, μιλούσαν. Τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν, δεν υπήρχε αμφιβολία γι αυτό, αλλά δεν ακούγονταν τα λόγια τους.

Η είσοδός τους στην αίθουσα, δεν πέρασε απαρατήρητη. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν επάνω τους, ο Λέοναρντ το αισθάνθηκε αυτό. Αλλά δεν ήταν βλέμματα ενόχλησης, ούτε αδιακρισίας. Ένα βουβό καλωσόρισμα, έτσι τα εισέπραξε ο Λέοναρντ.

«Πιες μίνθη, θα σου αρέσει.»

Ο Λέοναρντ γύρισε και είδε μια από τις πολλές πανομοιότυπες τρόφιμες αυτού του κόσμου να του προσφέρει μια κούπα μ' ένα αχνιστό ρόφημα. Οι σταγόνες κύλησαν στον ουρανίσκο του και του ξύπνησαν γνώριμες γεύσεις, πρόσφατες ίσως αλλά σχεδόν ξεχασμένες. «Μέντα» σκέφτηκε (1) και ήπιε με μεγάλη ευχαρίστηση το ρόφημα.

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, δεν είχε προλάβει να καταλάβει τί του είχε συμβεί.

Μια στιγμή: Γρήγορα, είπε; Κάθε άλλο. Όλα κινούνταν αργά εκεί, απελπιστικά αργά. Αλλά για έναν άνθρωπο του κόσμου του (ακόμα δε μπορούσε να δεχτεί ολότελα ότι είχε γίνει πολίτης κάποιου νέου κόσμου), όπου και η παραμικρή χαμένη στιγμή είχε ένα κόστος ευκαιρίας που θα τον βάραινε για το υπόλοιπο του χρόνου του, αυτός ο ρυθμός καταλάγιαζε την ένταση. Σιγά-σιγά, άρχισε να ξεπερνάει τις τύψεις που ένιωθε για όλες τις ανεκμετάλλευτες στιγμές και να απολαμβάνει την αίσθηση ματαιότητας που κρυβόταν πίσω από κάθε κίνηση, ακόμα και πίσω από κάθε σκέψη.

Κάτι αισθάνθηκε να κινείται στα πόδια του. Ανασηκώθηκε έκπληκτος και κοίταξε προς το πάτωμα: Ένα μικρό χνουδωτό ζώο είχε καθίσει στα πόδια του και τον μύριζε. Πρέπει να ήταν γάτα, ή τουλάχιστον έμοιαζε με γάτα, αν και τα πόδια της μάλλον πόδια σκύλου του φάνηκαν. Ο Λέοναρντ κοίταξε προσεκτικά, οπλισμένος με μια αίσθηση αβίαστης ανοχής σε οτιδήποτε θα αντίκριζε: δεν τον γελούσαν τα μάτια του, το ζώο αυτό είχε δύο κεφάλια.

«Μείνε για λίγο ακίνητος, σε μυρίζει. Είσαι καινούργιος εδώ, δε σε έχει ξαναδεί. Αλλά μην ανησυχείς, η Κερβ (Curve= καμπύλη) είναι εδώ για να μας προσέχει.» (2)

«Κερβ, παράξενο όνομα. Πώς σας ήρθε και την ονομάσατε έτσι;»

«Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε. Άκουσα ότι έχει σχέση με κάποιο μύθο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Εγώ την βρήκα εδώ την Κερβ, αλλά μάλλον ήταν εδώ από την αρχή».

«Την αρχή; Πότε δηλαδή; Πότε δημιουργήθηκε ο κόσμος σας;»

«Πρέπει να σταματήσεις να λες "ο κόσμος σας". Είναι πια και δικός σου κόσμος, το ξέχασες; Ο κόσμος μας, λοιπόν, είναι εδώ -από πάντα! Τη μέρα που γεννήθηκε ο άλλος κόσμος, γεννήθηκε και ο δικός μας. Μη βιάζεσαι, θα τα μάθεις όλα... όσα σου χρειάζονται, δηλαδή, για τη διαμονή στον κόσμο μας».

Πάλι χρησιμοποίησε τη λέξη «διαμονή» με έμφαση. Τα πλάσματα που τον περιέβαλαν απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη "ζωή".

<    >