Υπόγειος - 10

 
 

Ακολούθησε τον άνδρα χωρίς να καταλαβαίνει τί σήμαινε αυτό το «οι άλλοι». Ποιοι άλλοι θα ήταν; Τί το τόσο σημαντικό υπήρχε εκεί, ώστε να πρέπει να μαζευτούν στην αίθουσα;

Αυτά περνούσαν από το μυαλό του ενώ πλησίαζε στο τέλος του σκοτεινού διαδρόμου.

Πόσες φορές έχω προχωρήσει σε άγνωστους δρόμους χωρίς να ξέρω πού οδηγούν; Με θράσος, με σιγουριά αδικαιολόγητη, σα να ήξερα τi με περίμενε πίσω από την κλειστή πόρτα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα. Νεανική επιπολαιότητα; Δε νομίζω -η τελευταία φορά που ακολούθησα μια τέτοια διαδρομή ήταν χθες το απόγευμα!

"Ένστικτο", σου λέει. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον σαν υπνωτισμένος προχωρούσα και το ότι τελικά βγήκα σώος από αυτές τις διαδρομές, μάλλον σε επέμβαση κάποιου Άλλου οφείλεται, ό,τι και να είναι αυτός και όπου και να κρύβεται. Δε μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά.

Είναι στιγμές που είναι γραμμένο να περπατήσουμε έναν δρόμο. Δεν ξέρουμε το γιατί, ίσως δε μπορούμε να το καταλάβουμε εκείνη τη στιγμή. Και, παράξενο, αντί να διστάζουμε από το φόβο του άγνωστου, ανοίγουμε το βήμα προς το πεπρωμένο μας...

«Καλώς ήρθες στον κόσμο μας, κάθισε».

Ο άνδρας με τη βαριά μεταλλική φωνή που μίλησε, βρισκόταν καθισμένος στην κεφαλή του τραπεζιού. Ο Λέοναρντ τον κοίταξε προσεκτικά: φορούσε κι αυτός έναν χιτώνα, όπως και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι αυτού του παράξενου κόσμου.

Κάθε φορά που προσπαθούσε να στρέψει το βλέμμα του προς το πρόσωπο του αγνώστου, μια παράξενη δύναμη το απομάκρυνε από εκεί. Σα να χτυπούσαν οι ακτίνες από τα μάτια του σε ένα μαγνητικό πεδίο που τις απόδιωχνε από τον προορισμό τους.

Αυτός ήταν ο αρχηγός σε αυτόν τον κόσμο, ήταν ξεκάθαρο. Όλοι οι άλλοι, έμεναν βουβοί μπροστά του, κατεβάζοντας τα πρόσωπά τους με σεβασμό κάθε φορά που στρεφόταν προς τη μεριά τους.

Μιλούσε αργά, τονίζοντας την κάθε του λέξη, σα να αναγνώριζε οτι τα όσα έλεγε δε μπορούσαν να γίνουν εύκολα κατανοητά.

«Αντιλαμβάνομαι οτι θα έχεις πολλές απορίες. Μην ανησυχείς, αυτό είναι αναμενόμενο. Μπήκες σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο, θα ήταν παράλογο να σου φανούν όλα οικεία. Ακόμα και όσοι προετοιμάζονται καιρό πριν έρθουν Κάτω, ακόμα κι αυτοί έχουν ανάγκη από ένα διάστημα προσαρμογής. Θα καταλάβεις σιγά-σιγά, θα συνηθίσεις τις νέες συνθήκες. Τελικά, ξέρεις, δεν είναι τόσο άσχημα όσο σας κάνουν να πιστεύετε».

«Η κοπέλα που γνώρισα στο τρένο... ξέρετε για ποια κοπέλα μιλάω! Πού βρίσκεται;».

Ο άντρας που βρισκόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, σήκωσε τα χέρια του από το τραπέζι (ο Λέοναρντ συνειδητοποίησε οτι μπορούσε να βλέπει καθαρά τα χέρια του) και του έδειξε τις γυναίκες που κάθονταν δίπλα τους:

«Εδώ...»

Ο Λέοναρντ γύρισε με λαχτάρα προς τη μεριά που του έδειχνε ο άντρας. Ναι, ήταν αυτή, καθόταν δίπλα του! Είναι δυνατόν τόση ώρα να μη την είχε προσέξει;

«Κι εδώ... κι εδώ...» Το όνειρο, είχε αρχίσει να γίνεται εφιάλτης. Η γυναίκα που για χάρη της είχε βρεθεί σ' αυτόν τον παράξενο κόσμο, βρισκόταν γύρω του. Όχι όμως μια φορά. Όλες οι γυναίκες που τον περιέβαλαν, είχαν τη μορφή της!

Ο Λέοναρντ έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε αμέσως μετά, με την αμυδρή ελπίδα να διαπιστώσει οτι είχε πέσει θύμα οφθαλμαπάτης.

Όχι, κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει. Άφωνος, κοίταξε για αρκετή ώρα γύρω του, διαπιστώνοντας οτι όλα τα θηλυκά πλάσματα που τον περιέβαλαν, είχαν την μορφή της θεάς του τρένου. Και οι άντρες όμως, κι αυτοί ήταν ίδιοι μεταξύ τους! Όλοι ήταν σαν κλώνοι του άντρα που τον είχε συνοδεύσει στην κατάβασή του, παίρνοντας τη σκυτάλη από την γυναίκα του τρένου.

«Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Ότι και να καταλάβεις, λάθος θα είναι. Χαλάρωσε, δεν είμαστε εχθροί σου. Όλοι αυτοί, είναι οι συγκάτοικοί σου στον κόσμο μας και είναι καθήκον τους να σε κάνουν να αισθανθείς άνετα».

Ο οικοδεσπότης σηκώθηκε από το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Λίγο πριν εξαφανιστεί (ο Λέοναρντ τον είδε να χάνεται αλλά θα μπορούσε να ορκιστεί οτι δεν είδε καμιά πόρτα να ανοίγει!), γύρισε προς τη μεριά του και του είπε:

«Πρέπει να συνηθίσεις, να αισθάνεσαι άνετα εδώ. Αυτός είναι ο κόσμος σου πλέον.»

<    >