Υπόγειος - 8

 
 

Υπάρχουν όνειρα που στριμώχνονται στην άκρη της ψυχής και μένουν εκεί εγκλωβισμένα μέχρι το τέλος. Όνειρα που δεν βλέπουν ποτέ το φως και, ξεχασμένα από τον χρόνο, χάνουν το σχήμα τους και περιφέρονται άσκοπα στο μυαλό, σαν παρωχημένες αναμνήσεις. Κι αν, τί έκπληξη, κάποια στιγμή βρεθεί ο δημιουργός του ονείρου σε απόσταση αναπνοής από αυτό ώστε να μπορεί να το αγγίξει, δε θυμάται πια τί ακριβώς αφορούσε. Μια γενική εικόνα από το όνειρο έχει μείνει και η διάθεση οτιδήποτε το πλησιάζει, έστω και λίγο, να θεωρηθεί εκπλήρωσή του.

Αλλά το όνειρο μιας τέτοιας γυναίκας το είχε καθαρά στο μυαλό του ο Λέοναρντ. Δεν είχε ξεφτίσει, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει χωρίς ούτε καν να το πλησιάσει. Η γυναίκα αυτή, του δόθηκε χωρίς να τον ρωτήσει τίποτα, λες και ήξερε κάθε γωνία του μικρού δωματίου που στέγαζε το όνειρό του. Λες και ήξερε πού έπρεπε να τον αγγίξει και πότε, λες και διάβαζε τη σκέψη του και βρισκόταν πάντα ένα βήμα μπροστά από κάθε ερωτική φαντασίωσή του.

Και συμβαίνει σχεδόν πάντα, όταν βρίσκεται κάποιος μπροστά στη υπέρτατη χίμαιρά του, στον απραγματοποίητο πόθο, γέννημα μιας φαντασίας που έχει μείνει σιωπηλή στη γωνία σ' όλη του τη ζωή, λυγίζουν τα πόδια του. Σα να μην ήταν έτοιμος για την στιγμή, σα να ήξερε κατά βάθος ότι εκείνη η ώρα δε θάρθει ποτέ.

Αλλά όχι, δε συνέβη αυτό στο Λέοναρντ. Γεύτηκε τη κάθε στιγμή ηδονής που του προσέφερε απλόχερα η θεά του τρένου, χωρίς να αναρωτηθεί πώς είχε βρεθεί εκεί. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε τα χρώματα, τους ήχους και τα αρώματα της ζωής να κυλάνε στο αίμα του. Για πρώτη φορά ένιωσε την απόλυτη αρμονία. Ο χρόνος είχε χαθεί εντελώς από τη σκέψη του, τίποτα απ' όσα είχε ζήσει μέχρι τότε δεν είχε πια σημασία γι αυτόν.

Η υπέροχη φιγούρα της γυναίκας ξεδιπλώθηκε ακόμα μια φορά μπροστά στα μάτια του:

«Αντίο» του είπε, «καλή διαμονή».

Οι γλυκές σειρήνες που ηχούσαν τόση ώρα στ' αυτιά του σταμάτησαν απότομα.

«Μια στιγμή, πού πάς; Πότε θα σε ξαναδώ; Δε θα μ' αφήσεις έτσι μετά απ' όσα περάσαμε, έτσι δεν είναι;».

Η θεά γύρισε και τον κοίταξε μ' ένα ειρωνικό ύφος γεμάτο απορία: «Μετά απ' όσα περάσαμε; Μιλάς για τα λίγα δευτερόλεπτα που έμεινα κοντά σου!».

Ο Λέοναρντ ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Η οπτασία είχε εξαφανιστεί. Ήταν ολομόναχος σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο, αλλά δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Ένας ήχος άρχισε να τρυπάει τ' αυτά του. Ο ήχος του σκοταδιού είχε αρχίσει να απλώνεται παντού. Έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε.

<    >