Υπόγειος - 7

 
 

Μετά από μια κατηφορική διαδρομή που κράτησε τουλάχιστον μια ώρα, συνάντησαν επί τέλους επίπεδη επιφάνεια. Το γεγονός αυτό ανακούφισε τον Λέοναρντ. Για κάποιον παράξενο λόγο, ένιωθε ότι πλησίαζε στον προορισμό, όποιος κι αν ήταν αυτός, που τον είχε τραβήξει με μια αδιευκρίνιστη δύναμη στο εσωτερικό της γης.

Ο χώρος γύρω του ήταν αρκετά φωτεινός. Παρά το φως όμως, δεν ήταν ακόμα σε θέση να αποκτήσει μια εικόνα για αυτά που τον περιέβαλαν. Μακριοί διάδρομοι και ψηλά ταβάνια, αυτά ήταν τα πρώτα δύο πράγματα που μπόρεσε να διαπιστώσει.

Κι ακόμα, ερημιά, απόλυτη ερημιά. Την σιωπή του χώρου τάραξε το γέλιο ενός παιδιού. Επί τέλους και μια αίσθηση ζωής. Ένα πνιχτό γέλιο που ακουγόταν τόσο κοντά. Αλλά από πού ερχόταν; Τίποτα δεν υπήρχε τριγύρω κι όμως το γέλιο ολοένα και πλησίαζε προς τη μεριά του.

Αισθάνθηκε ένα άγγιγμα στο πόδι του. Γύρισε ξαφνιασμένος και έτοιμος να ορμήσει σε αυτόν που είχε τολμήσει να τον ακουμπήσει. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να κατεβάσει το χέρι του, που είχε ανέβει απειλητικά για να χτυπήσει τον άγνωστο ενοχλητικό. Ένα κατάξανθο, πανέμορφο κοριτσάκι, σαν αγγελάκι, τον κοίταζε στα μάτια με περιέργεια: «Τώρα ήρθες εσύ εδώ; Δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ μου... είσαι καινούργιος, είσαι καινούργιος» είπε το κοριτσάκι με τραγουδιστή φωνή και άρχισε να απομακρύνεται.

«Περίμενε» της είπε ο Λέοναρντ, «θέλω να σε ρωτήσω κάτι». Πολύ αργά, το κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί. Μόνο το πνιχτό του γέλιο ακουγόταν (ο Λέοναρντ δεν μπορούσε να καταλάβει από πού) μέχρις ότου έσβησε κι αυτό.

Είχε έρθει η ώρα να μάθει πού βρισκόταν. Θα πίεζε τον άγνωστο άντρα (είχε καταλήξει ότι το πλάσμα που είχε αντικαταστήσει τη θεά του τρένου στην κατάβασή του σ' αυτόν τον άγνωστο κόσμο, ήταν άντρας), θα τον απειλούσε αν υπήρχε ανάγκη. Αλλά θα έπαιρνε την απάντηση που απαιτούσε με κάθε τρόπο, δεν καταλάβαινε τί τον είχε κάνει τόση ώρα να είναι μαλθακός και να ακολουθεί σα ναρκωμένος.

Γύρισε προς την μεριά που βρισκόταν ο συνοδός του με το πιο αποφασιστικό ύφος που είχε πάρει ποτέ στη ζωή του. Ο διάδρομος ήταν έρημος.

Ο Λέοναρντ απολάμβανε πάντα τη μοναξιά. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που δεν άντεχε η Ντόροθυ. Αυτή όμως η μοναξιά που αισθανόταν εκείνη την ώρα, ήταν διαφορετική.

Ένιωθε άδειος, τόσο άδειος. Το χειρότερο όμως απ' όλα, ήταν ότι καταλάβαινε πως αυτή η μοναξιά δεν ήταν στιγμιαία και δεν αποτελούσε επιλογή του. Ήταν... το τέλος ενός δρόμου. Το τέλος του δρόμου.

Οι σκέψεις αυτές τον τάραξαν. Έπρεπε να γυρίσει πίσω, στους μίζερους συναδέλφους του που τον κοιτούσαν με ειρωνεία, έπρεπε να φέρει πάλι κοντά του την Ντόροθυ. Αλλά πάνω απ' όλα, έπρεπε να φύγει αμέσως από εκείνο το εφιαλτικό μέρος.

«Ακόμα δεν ήρθες και σκέφτεσαι πώς θα φύγεις;». Αυτή η φωνή ανήκε στην... Έτοιμος για το θέαμα που θα αντίκριζε γύρισε και την είδε. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Όλη η ομορφιά του κόσμου είχε συγκεντρωθεί σε αυτό το υπέροχο πλάσμα. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν από τη συγκίνηση και για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό τα σημάδια της αρσενικής φύσης του ξύπνησαν.

«Τί με κοιτάς; Θα έρθεις;» του είπε με μια φωνή που έφθασε στ' αυτιά του σα γλυκιά μελωδία.

Προχώρησε χωρίς δεύτερη σκέψη προς τη μεριά της. Ο έρωτας όλα τα μπορεί. Κάνει πόρτες που δεν υπήρχαν να εμφανίζονται και μετά τις ανοίγει...

<    >