Υπόγειος - 6

 
 

Το παγερό βλέμμα του άγνωστου πλάσματος που αντίκρισε, τον έκανε να αισθανθεί για πρώτη φορά έναν ανείπωτο τρόμο. Στιγμιαία, προσπάθησε να επαναφέρει στη μνήμη του όλα αυτά που είχε ζήσει τις τελευταίες -αλήθεια, πόση ώρα είχε περάσει;

Κοίταξε πίσω του, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Καμία διέξοδος, η σκάλα που τον είχε οδηγήσει σε εκείνο το υπόγειο σημείο, λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Βρισκόταν μόνος του στην μέση του πουθενά, σε έναν υπόγειο τάφο -έτσι ένοιωσε εκείνη την ώρα- μπροστά σ' ένα ανέκφραστο ... τι ήταν αυτό, δεν είχε ιδέα. Για άνθρωπος πάντως, δεν του φαινόταν. Τόση ώρα, δεν ακολουθούσε το υπέροχο πλάσμα που είχε γνωρίσει στο τρένο που τον είχε σύρει βαθιά μέσα στη γη, αλλά ένα...

«Τί είσαι εσύ; Πού με πηγαίνεις; Πού πήγε η...». Δεν ήξερε το όνομά της, δεν ήξερε τίποτα γι αυτήν.

Δεν πήρε απάντηση. Κατά βάθος, εξάλλου, δεν περίμενε απάντηση κι ούτε ήθελε να ακούσει τον ήχο της φωνής αυτού του πλάσματος. Θα τον τρόμαζε ακόμα περισσότερο, ήταν σίγουρος γι αυτό.

Χωρίς να μιλήσει, το πλάσμα γύρισε προς την σκάλα και συνέχισε την πορεία του.

Καθώς ξεκινούσε για τη νέα του πορεία, μονολόγησε: «Τελικά η Ντόροθυ μπορεί να ήταν πιεστική, αλλά ήταν μια χαρά. Ζούσα ευτυχισμένος μαζί της, τί τις ήθελα τις περιπέτειες με άγνωστες από τον υπόγειο;».

<    >