Υπόγειος - 5

 
 

Μόλις βρέθηκε από την πίσω μεριά του τοίχου (ο Λέοναρντ δε μπορούσε να καταλάβει πώς έγινε αυτό), η θεά έβγαλε τα ψηλοτάκουνα γοβάκια της. Μετά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, απελευθέρωσε το πιο θεϊκό κορμί που είχε δει ποτέ στη μίζερη ζωή του. Ένα υπέροχο τοπίο ανθρώπινης ομορφιάς αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια του, μια εικόνα που ξεπερνούσε ακόμα και τα πιο υγρά του όνειρα. Πριν προλάβει να χορτάσει το θέαμα, η γυναίκα είχε ήδη φορέσει ένα μακρύ σκούρο χιτώνα που κάλυπτε το κεφάλι και ολόκληρο το σώμα και σανδάλια. Χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια, του έκανε νόημα να βγάλει τα ρούχα του. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να την ρωτήσει πού θα εύρισκε έναν ακόμα χιτώνα, η θεά σήκωσε το χέρι της και του έδωσε αυτό που ετοιμαζόταν να της ζητήσει. Άλλαξε γρήγορα μπροστά στα μάτια της που τον κοίταζαν με μια κολακευτική περιέργεια και μετά, με ένα νεύμα υποταγής, της έδειξε ότι ήταν έτοιμος να την ακολουθήσει.

Μπροστά τους βρισκόταν μια μεγάλη σκάλα. Δε μπορεί, θα ήταν από την αρχή εκεί, αλλά δεν την είχε προσέξει τόση ώρα, αφού είχε αλλού είχε στραμμένο το βλέμμα του. Η θεά ξεκίνησε με αργά και σίγουρα βήματα την κατάβαση στον κόσμο της. Πολλές εκπλήξεις περίμεναν τον Λέοναρντ, δεν είχε καμία αμφιβολία γι αυτό. Κοιτούσε γύρω του επιφυλακτικά αλλά προσπαθούσε να αποπνέει την εικόνα ενός ψύχραιμου άντρα που ήταν έτοιμος για όλα. Για κάποιον παράξενο λόγο, είχε την αίσθηση ότι μια τέτοια συμπεριφορά θα έκανε καλό στην εικόνα του στα μάτια της, κι αυτό το ήθελε. Η υποδόρια μάχη αρσενικού και θηλυκού, βρίσκεται κρυμμένη παντού! Ο Λέοναρντ είχε πάντα ξεκάθαρη άποψη: στη μάχη αυτή, πάντα ο ένας από τους δύο είναι ο δυνατός και ο άλλος ο αδύνατος. Ας μιλάνε μερικοί για σχέσεις που είναι βασισμένες σε μια ισορροπία δύναμης, αυτά ήταν για τους θεωρητικούς των σχέσεων, όχι για τις μάχιμες ψυχές. Σ' αυτή τη μάχη, ο Λέοναρντ ήταν από κάτω και, κατά βάθος ήξερε ότι οι πολιτικές που χάραζε θα γκρεμίζονταν σαν ματαιόδοξοι πύργοι που δέχονται επίθεση, στην πρώτη ζεστή αναπνοή της θεάς προς τη μεριά του.

Κατέβαινε τη μεταλλική σκάλα ακολουθώντας πιστά την αιθέρια ύπαρξη με τον αέρα του ανθρώπου που ακολουθεί ένα άγνωστο πεπρωμένο, με αγωνία αλλά βαθιά συναίσθηση ότι έτσι έπρεπε να γίνει.

Ο χρόνος είχε χάσει την συνήθη χροιά του. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι για να αντιληφθεί κανείς πόσο καθόλου σημασία δεν έχει ο χρόνος όπως τον έχουμε αιχμαλωτίσει σε τετραγωνάκια με δευτερόλεπτα και λεπτά.

Όταν ξέφυγε για λίγο από το τελετουργικό της ιεροτελεστίας της κατάβασης, προσπάθησε να ρίξει μια ματιά γύρω του. Παράξενο, αν και βρισκόταν τόσα μέτρα κάτω από τη γη, το σκοτάδι δεν ήταν ενοχλητικό. Αλλά και ο αέρας που ανέπνεε, ούτε αυτός ήταν ενοχλητικός. Κι όσο κατέβαινε πιο χαμηλά, τόσο πιο ευχάριστη γινόταν η ατμόσφαιρα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι αυτό είχε γίνει με κάποια τεχνικά μέσα, κάποιος το είχε δημιουργήσει.

Οι δυσάρεστες οσμές του υπόγειου σταθμού είχαν εξαφανιστεί. Στη μύτη του έφθανε μια μυρωδιά που του ήταν οικεία, αλλά δεν μπορούσε εκείνη την ώρα να την προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια. Σε κάθε πάντως περίπτωση, το όλο περιβάλλον δεν τον έκανε να αισθάνεται ότι κατέβαινε προς το κέντρο της γης, αλλά μάλλον ότι βρισκόταν σε... κλινική πολυτελείας, αυτό ήταν! Αυτό του θύμιζε η μυρωδιά.

Κι όσο για το φως, χωρίς να υπάρχει κάποια εμφανής εστία, επαρκούσε για να φωτίζει την πορεία του.

Το θεϊκό πλάσμα είχε ανοίξει το βήμα του και τον είχε αφήσει αρκετά πίσω. Δεν έδειχνε καθόλου κουρασμένη και οι αναπνοές της ακούγονταν σταθερές, μέχρι που τελικά εξαφανίστηκαν όταν η απόστασή της από τον Λέοναρντ μεγάλωσε. Κατέβαινε τις σκάλες με έναν ανάλαφρο ρυθμό που γινόταν όλο και πιο ταχύς, ενώ αυτός είχε αρχίσει να παραπατάει.

«Γιατί δεν γυρίζει να δει αν είμαι εντάξει;» αναρωτήθηκε ο Λέοναρντ. «Τόσο σίγουρη είναι ότι την ακολουθώ;». Σκέφτηκε να σταματήσει, δεν μπορεί αυτό θα έκανε και την μυστηριώδη οδηγό του να τον αναζητήσει. Έμεινε για λίγο στη θέση του σκεφτικός και κοίταξε γύρω του. Τίποτα, δεν υπήρχε τίποτα απ΄ όσα τον περιέβαλαν που θα μπορούσε να το προσδιορίσει σαν σχήμα. Ήταν σα να βρίσκεται σε μια σκάλα στη μέση του πουθενά, μέσα σ' ένα μουντό σκηνικό με χαμηλό φωτισμό. Τα σκαλιά που είχε ήδη κατεβεί, λες και είχαν διαγραφεί. Ο μόνος δρόμος ήταν προς τα κάτω.

Τα σανδάλια που είχε φορέσει άρχισαν να τον ενοχλούν, τα πόδια του δεν ήταν συνηθισμένα σε τέτοια υποδήματα και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Καταβάλλοντάς μεγάλη προσπάθεια, αύξησε τον ρυθμό του και κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να την φθάσει. Η προπορευόμενη φιγούρα ήταν πάντα καλυμμένη από το χιτώνα και δεν έδειχνε καμία διάθεση να σταματήσει. Ο Λέοναρντ την άγγιξε τον ώμο και της είπε με σβησμένη φωνή: «Σταμάτα μισό λεπτό, θέλω κάτι να σε ρωτήσω». Σα σκηνή που παίζεται στο βίντεο σε αργή κίνηση, η φιγούρα γύρισε μηχανικά το κεφάλι της προς τη μεριά του: δεν ήταν η θεά του τρένου!

<    >