Υπόγειος - 2

 
 

Οι επόμενες μέρες στο γραφείο δεν ήταν εύκολες. Ο Λέοναρντ έβλεπε πίσω από κάθε σκυφτό βλέμμα ένα ειρωνικό χαμόγελο. Όλο το γραφείο τον συζητούσε, δεν είχε αμφιβολία γι αυτό.

Κι η Ντόροθυ; Αυτήν ήταν εξαφανισμένη. Είχε να εμφανιστεί μια βδομάδα στο γραφείο, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Ούτε είχε επικοινωνήσει μαζί του να του ζητήσει συγγνώμη, να απολογηθεί... να κανονίσουν έστω να συναντηθούν, για να του ρίξει έναν ακόμα καφέ στο πρόσωπο, ακόμα κι αυτό θα ήταν μια κάποια λύση. Ίσως είχε πραγματοποιήσει την απειλή της (ποιον απειλούσε άραγε, τον Λέοναρντ ή τον εαυτό της;) και είχε φύγει: ούτως ή άλλως, έλεγε συνέχεια ότι η ζωή στην Νέα Υόρκη δεν της άρεσε.

Δεν της είχε φερθεί καλά, αυτό ήταν σίγουρο. Η Ντόροθυ δεν ήταν η γυναίκα που θα μπορούσες να έχεις δίπλα σου σα γλάστρα για όλη σου τη ζωή. Βέβαια, στη σημερινή εποχή και μάλιστα στη Μητρόπολη του κόσμου, έχει κανείς την απαίτηση από μια μορφωμένη, νέα, όμορφη και επιτυχημένη γυναίκα να είναι απελευθερωμένη από συμβατικότητες. Υπήρχε άραγε λόγος να παντρευτούν; Αυτές οι επισημότητες σκοτώνουν τις σχέσεις, κι όταν είναι ήδη νεκρές, τους δίνουν την χαριστική βολή.

Μια σκέψη τυραννούσε τον Λέοναρντ: Μήπως αισθανόταν ότι έχανε το χρόνο της μαζί του, μήπως της έπεφτε λίγος; Αλλά πάλι, όχι, αυτή επέμενε να παντρευτούν, κάτι τέτοιο δεν το κάνεις με κάποιον που τον θεωρείς χαμένη υπόθεση... ή μήπως το κάνεις;

Πολύ μπερδεμένα πράγματα, ίσως έπρεπε να τα αφήσει λίγο να ηρεμήσουν και μετά... να τα ξανασκαλίσει, για να καταλήξει στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα!

«Γεγονότα σκέφτηκε, ας μείνω στα γεγονότα, χωρίς να κάνω κρίσεις». Η αλήθεια είναι ότι η Ντόροθυ είχε προχωρήσει στο γραφείο τους αισθητά περισσότερο απ' αυτόν. Κι αυτό έγινε χωρίς να πέσει στο κρεββάτι του διευθυντή που φαινόταν από μακριά ότι την είχε βάλει στο μάτι. Με την αξία της είχε ανέβει, αφήνοντας τον Λέοναρντ εκεί που τον βρήκε όταν είχε πρωτο-έρθει στην εταιρία. Μια στιγμή, αυτές οι σκέψεις γίνονταν ιδιαίτερα δυσάρεστες. «Δεν είναι αυτό το νόημα των συζητήσεων με τον εαυτό σου», σκέφτηκε ο Λέοναρντ.

Σιγά-σιγά, άρχισε να αλλάζει η στάση του απέναντι στην υπόθεση «καυτός καφές». Η αρχική του αδιαφορία του άρχισε να μεταβάλλεται σταδιακά σε πίκρα κι η πίκρα άρχισε να ξεχειλίζει. Ένα βράδυ μάλιστα, καθώς έφευγε από το γραφείο, άκουσε τον εαυτό του να μονολογεί: «Γυναίκες».

Δεν είχε ξαναδεί από τότε την άγνωστη θεά του τρένου. Τις πρώτες μέρες, φρόντισε να βρίσκεται στον σταθμό την ίδια ώρα που την είχε δει εκείνο το βράδυ. Όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό, κατέληξε σε πιο ριζικές λύσεις: άλλαξε το δρομολόγιο της επιστροφής στο σπίτι του, ώστε να κατεβαίνει στον σταθμό που είχε δει τη θεά κι από εκεί, να παίρνει ένα λεωφορείο.

Η αλήθεια είναι ότι του είχε περάσει από το μυαλό ότι η θεά αυτή ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Ότι είχε πάθει παράκρουση από το χτύπημα, δεν ξεχνούσε άλλωστε ότι την είχε δει το βράδυ επιχείρησης «καυτός καφές». Αλλά πάλι, ποιο χτύπημα; Χτύπημα στον εγωισμό του, αυτό μάλιστα αλλά τίποτα παραπάνω. Έναν απλό αχνιστό καφέ είχε δεχτεί στο πρόσωπό του, δεν ήταν αυτός λόγος να αρχίσει η φαντασία του να δημιουργεί πλάσματα -και μάλιστα πανέμορφα!

Η υπέροχη οπτασία είχε εξαφανιστεί από τη ζωή του, τόσο ξαφνικά όσο είχε μπει. Εκείνο το απόγευμα, επέστρεφε στο σπίτι με το τρένο, παρέα με τους συνήθεις καθημερινούς ανθρώπους. Ένιωσε να τον πνίγει η ανάγκη να ξαναδεί το πλάσμα που είχε φωτίσει τόσο εύκολα τον υπόγειο σταθμό εκείνο το βράδυ. Κι αν δε μπορούσε να την ξαναδεί, έπρεπε τουλάχιστον να την βγάλει οριστικά από το μυαλό του. Ήταν ερωτευμένος μ' ένα πλάσμα που ίσως δεν είχε υπάρξει ποτέ κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται ώρες-ώρες ότι έχανε το μυαλό του.

Με μια διάθεση αποχαιρετισμού της οπτασίας, αποφάσισε να ξαναγυρίσει στο σημείο όπου είδε για τελευταία φορά την υπέροχη άγνωστη να εξαφανίζεται. Ένας απλός εγκαταλελειμμένος διάδρομος υπογείου σταθμού, αυτό ήταν όλο. Εκεί θα έδινε τέλος στην εικόνα που τον καταδίωκε τόσο καιρό.

Το βράδυ του αποχαιρετισμού της οπτασίας, ξεκίνησε με μια ευχάριστη έκπληξη για τον Λέοναρντ όταν έφθασε στο συνηθισμένο σημείο του σταθμού: ο τεράστιος φύλακας του σταθμού, ο καταπιεστικός δυνάστης του, δεν ήταν εκεί. Ίσως είχε ρεπό, μπορεί πάλι να είχε αποφασίσει να του δώσει την ευκαιρία να ψάξει για την υπέροχη γυναίκα.

Την ώρα που έμπαινε στον σκοτεινό διάδρομο, έφερε την εικόνα της γυναίκας στο μυαλό του. Μια τέλεια γυναίκα, ντυμένη στην τρίχα, που απέπνεε τόση θηλυκότητα όση δεν είχαν όλες μαζί οι μεγάλες ντίβες του Χόλλυγουντ.

Έμεινε αρκετή ώρα στον διάδρομο, ψηλαφίζοντας τους τοίχους. Κάπου ίσως υπήρχε ένα άνοιγμα, ένα καμουφλαρισμένο κουμπί που θα του άνοιγε την πύλη του παραδείσου και θα τον οδηγούσε στην μυστηριώδη θεά. Όταν πια είχε ολοκληρώσει τον έλεγχο κάθε σπιθαμής του τοίχου του διαδρόμου που δεν οδηγούσε πουθενά, ανασηκώθηκε, τίναξε από το παντελόνι του την σκόνη που είχε μαζέψει από το βρώμικο δάπεδο και άρχισε να προχωράει, αποφασισμένος να βγάλει για πάντα από το μυαλό του τα φαντάσματα που τον καταδίωκαν.

Εκείνη την ώρα άκουσε ένα τρένο να έρχεται προς τον σταθμό. Έμεινε στην άκρη, για να είναι προφυλαγμένος από το κύμα αέρα που έφερνε μαζί του το τρένο. Όση ώρα οι επιβάτες κατέβαιναν, ο Λέοναρντ έβαλε το κεφάλι μέσα στα χέρια του και έκλεισε τα μάτια, αναλογιζόμενος τί είχε ζήσει μέχρι εκείνη την στιγμή στη ζωή του. «Τίποτα», σκέφτηκε. Δεν είχε ζήσει τίποτα. Ούτε μεγάλους έρωτες, ούτε μεγάλες συγκινήσεις, ούτε καν επιτυχίες στη ζωή του, που μπορεί σε τελική ανάλυση να μην έχουν αξία, αποτελούν όμως το καλύτερο αντίδοτο στη μιζέρια μιας ζωής χωρίς το χρώμα της αγάπης και του έρωτα.

Το τρένο είχε αδειάσει τους επιβάτες -λίγους, όπως συνήθως- του σταθμού Junius Street. Ήταν ώρα να φύγει. Την ώρα που έβγαινε δειλά-δειλά από τον σκοτεινό του διάδρομο, άκουσε έναν ήχο που έκανε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.

Τακούνια, γυναικεία τακούνια.

Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν επτά και είκοσι.

Ο ήχος μεγάλωνε. Κάποια γυναίκα πλησίαζε προς το σημείο όπου βρισκόταν ο Λέοναρντ.

Σαν έτοιμος για το θέαμα που θα αντίκριζε, πετάχτηκε προς τη μεριά απ' όπου ερχόταν ο ήχος από το γυναικείο περπάτημα.

«Εσύ»!

Συγκινημένος από την συνάντηση που τόσο καιρό περίμενε, ένιωσε να παραπατάει στο κενό.

<    >