Υπόγειος - 1

 
 

Καθώς πλησίαζε στον σταθμό του υπογείου Winthrop street, ο Λέοναρντ έφερε στο μυαλό του αυτό που συνέβη εκείνο το πρωί στο γραφείο. Η εικόνα της Ντόροθυ να τον πλησιάζει και να του χύνει ένα φλιτζάνι ζεματιστό καφέ στο πρόσωπό του θα έμενε χαραγμένη στη μνήμη του για πολλά χρόνια, δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία γι αυτό. Και το σημάδι από το έγκαυμα θα έμενε χαραγμένο στο πρόσωπό του για πολλά χρόνια επίσης.

«Τη σκύλα» σκέφτηκε, κι άνοιξε το βήμα του.

Πρέπει να προετοίμαζε αυτήν την ηρωική της έξοδο από τη ζωή του πολύ καιρό. Δε μπορεί να ήταν τυχαίο που διάλεξε εκείνη την στιγμή, δεν ήταν σύμπτωση που όλη η εταιρία βρισκόταν μπροστά στο γραφείο του και όλοι έγιναν μάρτυρες αυτής της εντυπωσιακής σκηνής.

«Πολύ αστεία σκηνή» σκέφτηκε, «όταν συμβαίνει σε κάποιον άλλο». Τι ρεζίλι, με τι μούτρα θα εμφανιζόταν πάλι στο γραφείο την επόμενη μέρα;

Η αίσθηση ότι βρισκόταν κάτω από τη γη περιμένοντας το τραίνο, του έδωσε ένα παράξενο αίσθημα ασφάλειας. «Όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά» σκέφτηκε.

Ο σταθμός ήταν σχεδόν έρημος. Καλύτερα, δεν είχε διάθεση να δει κανέναν. Ο Λέοναρντ αισθανόταν ότι όλα τα -ειρωνικά- βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω του, ακόμα κι αν κανένας δεν τον κοίταζε. Sterling Street, είχαν φτάσει στον επόμενο σταθμό. Κοίταξε με άδειο ύφος τριγύρω του. Πρόσωπα απρόσωπα, χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος, χωρίς καμία σύσπαση στο πρόσωπό τους, σαν ένα τεράστιο κομμάτι ζελέ σε διαφορετικά μεγέθη και χρώματα. President Street Nostrand Avenue, το τρένο περνούσε τους σταθμούς με έναν πολύ γρήγορο ρυθμό.

«Είναι άραγε τόσο άσχημοι οι άνθρωποι στο τραίνο σήμερα το βράδυ ή εγώ τους βλέπω έτσι; Τί σημασία έχει όμως, τελικά;», σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να κλείσει τα μάτια του για να μην δει τη νέα φουρνιά των άσχημων ανθρώπων που έμπαιναν στο βαγόνι.

Οι σταθμοί περνούσαν κι έφευγαν. «Λοιπόν, η Ντόροθυ δεν ήταν παρά ένας σταθμός στη ζωή μου, μόνο που έμεινα πολύ σ' αυτόν τον σταθμό κι ίσως έχασα πολλές άλλες ωραίες διαδρομές» είπε στον εαυτό του με εμφαντικότητα. Τα πράγματα πρέπει να του πήγαιναν πολύ άσχημα, αυτού του είδους οι φιλοσοφίες της δεκάρας ήταν το πιο σίγουρο σημάδι ότι βυθιζόταν και η κατάθλιψη θα ήταν η επόμενη στάση.

'Ανοιξε τα μάτια του χωρίς να σταματήσει να κοιμάται. Αυτό που είδε μέσα στον ύπνο του, ξεπερνούσε κάθε φαντασία: Ένα θεϊκό πλάσμα, μια υπέροχη γυναίκα καθόταν απέναντί του και τον κοίταζε χαμογελώντας. Ξύπνησε απότομα κι έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπει αυτό το υπέροχο θέαμα που τον ζάλιζε. Μια τέτοια γυναίκα θα έκανε τον οποιονδήποτε να αισθανθεί ότι είχε χάσει όλη του τη ζωή μέχρι την στιγμή που την είδε.

«Ονειρεύομαι» σκέφτηκε, «τί γυρεύει αυτό το πλάσμα τ' ουρανού στη γη;». Και μάλιστα ούτε καν στη γη, κάτω από τη γη! Τόσα χρόνια που χρησιμοποιούσε τον υπόγειο, δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τόσο όμορφο θέαμα.

Τον κοίταζε. Απ' όλους τους άνδρες του κόσμου, από τα εκατομμύρια των ανδρών που ασφαλώς θα έπεφταν στα πόδια της, αυτή η Αφροδίτη είχε στραμμένο το βλέμμα της πάνω του. Ίσως επειδή καθόταν απέναντί του, αυτό πρέπει να ήταν. Βέβαια, δε θα μπορούσες να τον πεις άσχημο, αντίθετα μάλλον χαριτωμένος ήταν, αλλά μια τέτοια γυναίκα θα ήθελε δέκα σαν κι αυτόν για προσάναμμα...

Kingston Avenue, Rutland Road, Saratoga Avenue, Rutaway Avenue. Η θεά που είχε κατέβει στη γη, άρχισε να ετοιμάζεται. Με αργές κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση και φινέτσα, σηκώθηκε από τη θέση της και πλησίασε προς την πόρτα του τρένου. Junius Street, αυτή ήταν η στάση της, έπρεπε να κρατήσει αυτήν την πληροφορία στο μυαλό του.

Η σκέψη ότι θα έπρεπε να αποχαιρετίσει αυτό το θεσπέσιο πλάσμα καθισμένος νωχελικά στο κάθισμά του, τον ενοχλούσε αφάνταστα. Αλλά πάλι, τί θα μπορούσε να κάνει, ήταν δυνατόν να τρέξει πίσω της; Ίσως βέβαια θα μπορούσε να την ακολουθήσει για λίγο -για πολύ λίγο- και να μάθει περισσότερα πράγματα γι αυτήν. Αυτό δεν ήταν κακό, άλλωστε δεν είχε υποχρεώσεις και μετά από εκείνο το φλιτζάνι αχνιστού καφέ που δέχτηκε στο πρόσωπο από την Ντόροθυ, ούτε δεσμεύσεις στην ερωτική του ζωή είχε!

Το τρένο είχε ήδη σταματήσει στον σταθμό και η οπτασία κατέβαινε. Η λέξη κατέβαινε, δεν μπορούσε να αποδώσει τον τρόπο κίνησης αυτού του υπέροχου πλάσματος. Ήταν σα να πετάει είκοσι πόντους πάνω από τη γη, κάθε της κίνηση ήταν τόσο αισθησιακή, τόσο εύθραυστη αλλά συνάμα σίγουρη, λες και αποτελούσε μέρος καλό-προβαρισμένης χορογραφίας.

Δε θα έμενε στο κάθισμά του να την κοιτάει σα χάνος να φεύγει. Μετά από συνοπτικές διαδικασίες και ανταλλαγής απόψεων με τον εαυτό του που διήρκεσαν μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, ο Λέοναρντ δεν είχε πια καμία αμφιβολία για το τί έπρεπε να κάνει: πετάχτηκε από το κάθισμά του και κινήθηκε βιαστικά προς την μεριά που κινήθηκε η θεά. Την είδε να απομακρύνεται. Παράξενο, δεν πήγαινε προς την σκάλα που οδηγούσε στην έξοδο. Ίσως ήξερε κάποιον άλλο δρόμο, ίσως.

Κάποια στιγμή η οπτασία έστριψε δεξιά και μπήκε σε ένα διάδρομο που είχε μια μεγάλη επιγραφή NO ENTRY. Συνέχισε να την ακολουθεί, αυτό που συνέβαινε είχε εξάψει την φαντασία του.

Όταν έφθασε στο σημείο που έστριψε η θεά, μια έκπληξη τον περίμενε: Δεν υπήρχε κανείς, ο διάδρομος οδηγούσε σε αδιέξοδο. Κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Πραγματικά, η γυναίκα είχε εξαφανιστεί μέσα στους τοίχους του σταθμού.

Την ώρα που κοιτούσε με ορθάνοιχτα τα μάτια τους τοίχους και προσπαθούσε να καταλάβει τί είχε συμβεί, άκουσε μια φωνή πίσω του: «Παρακαλώ περάστε έξω, κύριε. Η παρουσία σας σε αυτό το σημείο του σταθμού είναι παράνομη».

Γύρισε και αντίκρισε έναν τεράστιο μαύρο φύλακα που τον κοιτούσε με ενοχλημένο ύφος. Το ύφος του μαρτυρούσε ότι δεν είχε καμία διάθεση για συζήτηση.

«Μήπως είδατε μια κυρία που πέρασε από εδώ πριν από λίγο;».

Ο φύλακας χωρίς να του απαντήσει, του έδειξε την επιγραφή NO ENTRY.

«Μα ήταν εδώ, την είδα με τα μάτια μου, δε μπορεί να έκανα λάθος».

Το μουγκρητό του φύλακα ήταν μια σαφής ένδειξη ότι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Ο Λέοναρντ σήκωσε τα χέρια του σαν ένδειξη ότι υποχωρεί. Φεύγοντας έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Κανένα σημάδι από την μυστηριώδη θεά που είχε κλέψει την καρδιά του.

<    >