Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Ανύποπτη ομορφιά

 
 

Αυτή η ανύποπτη ομορφιά της ζωής με κάνει αμήχανο. Ξετυλίγεται από το πουθενά κι έρχεται και με τυλίγει. Σα να εμφανίζεται ένα τεράστιο αόρατο πινέλο και να σβήνει όλες τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό μου, όλες τις κακίες και τις εμπάθειες. Παραφράζοντας τα λόγια του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή, αναρωτιέμαι:

Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς αρνητικές σκέψεις; Το πρόσκαιρο σκοτάδι δίνει ενδιαφέρον στη ζωή, είναι μια κάποια λύσις, θλιβερή μεν, αλλά λύση.

Αντικρίζοντας αυτήν την ομορφιά σε ανύποπτες, απλές καθημερινές στιγμές, έρχονται στο μυαλό μου όλες οι σκούρες σελίδες της ζωής. Και μετά, εξαφανίζονται σα σκόνη που παρασύρεται από μια δροσερή αύρα. Και η πορεία συνεχίζεται και μόνο κάπου-κάπου ρίχνω κλεφτές ματιές για να δω τι αφήνω πίσω μου.

Και βλέπω πρόσωπα αγαπημένα που δεν είναι κοντά μου πλέον, κι ακούω γέλια που σίγησαν. Και μένει ένα χαμόγελο πικρό. Πικρό, αλλά πλούσιο.

'Αλλοι όταν κοιτάνε πίσω τους βλέπουν μόνο τη μαύρη ουρά του φιδιού της ζωής που ακολουθεί σα νεκρό σώμα.

Λέει ο Ποιητής (*):
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Όχι εγώ. Εγώ βλέπω κερδισμένους ήλιους που βασίλεψαν κι άφησαν πίσω τους την ελπίδα της ανατολής...

(*) Κωνσταντίνος Καβάφης: Κεριά (1899)
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 
     

<    >    ^