Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Το μέλλον

 
 

Το μέλλον: ένα κύμα αξιοπρεπούς ειρωνίας με τυλίγει όσο το σκέφτομαι. Αν το εξετάσει κανείς προσεκτικά ίσως να δει κάτω από την ειρωνία το δέος και τη μεταφυσική αγωνία. Αλλά ποιος προλαβαίνει στη σημερινή εποχή να εξετάσει προσεκτικά, να προσπαθήσει να καταλάβει έστω, αυτά που περνούν από το μυαλό των συνοδοιπόρων του, πόσο μάλλον του εαυτού του;

Κι έτσι μένω στην αξιοπρεπή ειρωνία.

Τι είναι το μέλλον, που μου κόβει την ανάσα από την μια κι από την άλλη πλημμυρίζει την καρδιά μου με γλυκά συναισθήματα προσδοκίας κι ελπίδας;

Το δικό μου μέλλον θα μοιάζει πολύ με το παρελθόν ενός αυριανού συνοδοιπόρου κι αν αυτός ο οδοιπόρος είναι μεθαυριανός, μπορεί αυτό που ονομάζω εγώ μέλλον να είναι γι αυτόν μια γραφική παλιαντζουρία, μια εποχή-καρικατούρα, μια άχαρη περίοδος που θα την αναλογίζεται με ειρωνικό χαμόγελο, σκυμμένος πάνω τα μηχανήματα που θα αντικαταστήσουν τους σημερινούς υπόλογιστές (άσε που μπορεί και ο ίδιος να είναι μέρος των μηχανημάτων).

Κοιτάζω λοιπόν το μέλλον σα μακρινή εικόνα στο βάθος του ορίζοντα, κι ας μη μπορώ να το δω. Αδιόρατο, αδιευκρίστο, σκοτεινό αλλά συγχρόνως γεμάτο φως. Το βλέμμα μου προσπερνάει βιαστικά αυτά που βρίσκονται τριγύρω, ακόμα κι αν είναι σε απόσταση αναπνοής από το σημείο που κάθομαι. Αναζητά το μακρινό, το μυστηριώδες.

Και ατενίζοντας αυτό που θεωρεί ότι είναι «μέλλον», χάνει τις εικόνες του «σήμερα», μιας ζωής που ήταν το μέλλον κάποιου άλλου (;) οδοιπόρου, γνωστού ή άγνωστου. Τις χάνει παντοτινά για τις θεωρεί δεδομένες και δεν τις μετρά πολύ, λες τις έχει σίγουρες για πάντα, λες και οι εικόνες και οι στιγμές είναι ατερμάτιστες.

Έχω να περιμένω, σκέφτεται.

Πριν από πολλά χρόνια κάποιος νεαρός κοίταζε με δέος το κενό κι αναρωτιόταν πώς θα είναι αυτό το μέλλον. Έτσι γίνεται πάντα...

Κι όταν το βίωσε, κατάλαβε ότι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια ακόμα στάση σε μια αέναη πορεία, όχι κατ’ ανάγκην εξελικτική στην ουσία των πραγμάτων.

Αυτός ο νέος του σήμερα, του χθες, του αύριο, κοιτάζει προς τη μεριά του μέλλοντος σαν τυφλός που κοιτάζει προσεκτικά μπροστά του αλλά δε βλέπει τίποτα.

Κι όταν αυτό που σήμερα φαίνεται σα μακρινό κι αβέβαιο μέλλον θα έχει γίνει πια καθημερινότητα, τότε πια θα έχω, αλλά δε θα έχω να περιμένω.

Έχω, αλλά δεν έχω να περιμένω.

Θα ήθελα να γυρίσω πίσω στον χρόνο και με κάποιο τρόπο να αναζητήσω αυτόν τον οικείο νεαρό οδοιπόρο που αντικρίζει με κομμένη ανάσα το παρόν μου σαν μέλλον του. Και μόλις τον βρω, να του κάνω νόημα να στρέψει το βλέμμα του ολόγυρά του και να το αφήσει εκεί καρφωμένο. Και να μη σταματήσει παρά μόνον όταν χορτάσει. Χορταίνει όμως η θάλασσα από γλυκό νερό; Δεν έχει λόγο να μένει ακίνητος και να παρατηρεί το μέλλον, μπορεί να ανοίξει το βήμα του σίγουρος οτι το μέλλον θα τον ακολουθήσει στον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Το μέλλον είναι πάντα δίπλα του, απλώς περιμένει ένα αόρατο σήμα για να αποκαλυφθεί.

Όμορφο, άσχημο, ποιος να το ξέρει.

Αλλά τελεσίδικο κι οριστικό...

ΥΣΤ. Πάντα έτσι γινόταν, φαντάζομαι, από αρχαιοτάτων χρόνων. Μόνο που, όσο περνάει ο καιρός, το μέλλον έρχεται πιο... γρήγορα!
Επιστημονικό αδιαμφισβήτητο γεγονός άραγε ή μήπως απλώς χαλάρωμα των αισθητήρων μέτρησης του χρόνου;

 
     

<    >    ^