Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


'Ανθρωποι και λαμαρίνες

 
 

Έχω καταλήξει ότι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για την εξέταση των ψυχικών φαινομένων που με αφορούν, είναι η αυτοπαρατήρηση (λέγε με «ενδοσκόπηση»).

Διαπίστωσα ότι κατά τις περιόδους με αφόρητη πίεση (για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, εμείς οι ίδιοι ανοίγουμε την στρόφιγγα της πίεσης και της επιτρέπουμε να εισβάλλει στην προσωπική μας ζωή), όταν δεν μου μένει χρόνος να αυτοπαρατηρηθώ -τουλάχιστον με τον συμβατικό τρόπο- ο εαυτός μου προβάλλει αλαργινές, σχεδόν παράταιρες εικόνες που εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου. Σα να βρίσκω στην παραλία ένα ασυνήθιστο βότσαλο που το άφησε ένα παιδάκι και μετά εξαφανίστηκε τρέχοντας χωρίς κανείς να προλάβει να το δει.

Στην αρχή, οι εικόνες-βότσαλα μου φαίνονται άσχετες και τις αποδιώχνω. Είναι εξάλλου τόσο μεγάλη η ένταση της ζωής μου, ώστε το τελευταίο πράγμα που έχω στο μυαλό μου είναι να αποκρυπτογραφήσω τα μηνύματα που στέλνω στον εαυτό μου μέσα από αυτές τις εικόνες. Μετά, σιγά-σιγά τις επαναφέρω και προσπαθώ να καταλάβω τι θέλω να μου πω...

Μα δε θα μπορούσα να είμαι πιο σαφής με τον εαυτό μου; Ίσως όχι, ίσως με τρομάζει η ιδέα να του παρουσιάσω ανοιχτά αυτό που έχω καταλάβει αλλά το κρατάω σε ύπνωση στο υποσυνείδητό μου. Ίσως πάλι αυτός ο τρόπος παρουσίασης της αλήθειας -με μια εικόνα που αρχικά μπορεί να μου φανεί αλλόκοτη- να είναι καλύτερος, αφού αφήνει περιθώρια να εμβαθύνει κάποιος σε αυτά που κρύβονται πίσω από την εικόνα μετά την πρώτη ματιά. Ίσως δηλαδή η ανάλυση της εικόνας μπορεί να βγάλει στην επιφάνεια πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που αρχικά είχα σκοπό να προβάλλω. Ίσως, ίσως...

Τον τελευταίο καιρό, στροβιλίζεται στο μυαλό μου η εικόνα ενός πλοίου που έχει προσαράξει. Στην παραλία, ένα πλήθος από αργόσχολους το κοιτάζουν με προσοχή, δίνοντας ο καθένας τη δική του εξήγηση για το τι συνέβη και το καμάρι των ωκεανών περνάει τώρα αυτήν την ταπεινωτική δοκιμασία, να βρίσκεται μισοβουλιαγμένο στα ρηχά νερά, έρμαιο στα ταπεινωτικά σχόλια των περαστικών και των λουομένων.

Και ξαφνικά, ξεπροβάλλει πάνω στην πρύμνη του που δεν έχει βουλιάξει ακόμη, ένας άντρας... ή μήπως ήταν εκεί ακίνητος και απλώς το πλήθος δεν τον είχε προσέξει, παρασυρμένο από την φλυαρία;

Ο άντρας δείχνει να αδιαφορεί για τον κόσμο και αγναντεύει προς τη θάλασσα σαν καπετάνιος που κοιτάζει την ερωμένη-θάλασσα προσπαθώντας να της εκμαιεύσει τα μυστικά της ώστε να προφυλάξει το πλοίο του.

Το πλήθος ανησυχεί γι αυτόν, μπορεί να πέσει, το μισοβυθισμένο σκαρί είναι εντελώς σάπιο και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον παρασύρει στον υγρό τάφο. Κι εξάλλου σε λίγο θα νυχτώσει, τι θα κάνει ένας άνθρωπος μόνος του στο κρύο πάνω σε ένα ρημαγμένο σκαρί; Αυτό που βλέπουν οι επισκέπτες της παραλίας τους αποσυντονίζει και του φωνάζουν να κατέβει γρήγορα για να σωθεί αυτός από έναν πιθανό τραυματισμό, κι εκείνοι από την αμηχανία τους.

Τους κοιτάζει με άδεια μάτια και με ρηχή φωνή τους λέει ότι πέρασε πάνω σε αυτό το καράβι ολόκληρη τη ζωή του, αυτό είναι το σπίτι του, εκεί έζησε έως σήμερα κι εκεί θα συνεχίσει να μένει.

Μα δε βλέπει την ματαιότητα αυτής της παραμονής; Δεν βλέπει που τον κοιτάζουν όλοι με ειρωνικό ύφος; Δεν σκέφτεται τον εαυτό του που τον εκθέτει στο κίνδυνο του τραυματισμού; Και, σε τελική ανάλυση, δεν σκέφτεται όλο αυτό το πλήθος που θέλει πριν φύγει από την παραλία να μην αφήσει πίσω του μια εκκρεμότητα;

Να, γι αυτό με εκνευρίζουν αυτές οι εικόνες. Γιατί μπορούν να εξηγηθούν με ένα σωρό τρόπους ανάλογα με την εκάστοτε διάθεσή μου: θέλω να φανώ σκληρός απέναντί στον εαυτό μου, να τον τιμωρήσω, να του χαϊδέψω τ' αυτά ή τα μάτια, να του δώσω κουράγιο ή να του χτυπήσω ένα καμπανάκι;

Είναι η ζωή μου αυτήν την περίοδο το πλοίο που έχει προσαράξει, ή μήπως παρατηρώ εξ αποστάσεως με ώριμο βλέμμα κάποια αστραφερά πλοία (ζωές άλλων, ζωές δικές μου όπως ήταν ή όπως φοβάμαι ότι μπορεί να γίνουν...) που τώρα αργοπεθαίνουν στα ρηχά;

Είμαι ο καπετάνιος που μένει προσκολημμένος σε μια συνήθεια που τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής ενώ στην πραγματικότητα τον οδηγεί με θηματική ακρίβεια στην καταστροφή, με βάση τον γήινο, επίπεδο αποτίμησης; Ή μήπως είμαι κάποιος απ΄ αυτούς που κάθονται στην παραλία και του φωνάζουν να εγκαταλείψει το σκάφος, όχι τόσο γιατί νοιάζονται για το μέλλον του, όσο γιατί η εικόνα ενός ανθρώπου μόνου, πάνω σε ένα εγκαταλελειμμένο, απέλπιδο πλοίο ανατρέπει τη συμβατικότητα της ζωής που κάνει τον τροχό να γυρίζει;

Κι ακόμα, η πιο κολακευτική -για τον εαυτό μου έκδοση- που θα μπορούσα να φανταστώ, που περιγράφει αυτό που θα ήθελα να μου συμβαίνει αυτόν τον καιρό: Στέκομαι μακρυά και κοιτάζω το θλιβερό καράβι, τον θλιβερό καπετάνιο του και τους ακόμα πιο θλιβερούς ανθρωπους της παραλίας που του φωνάζουν να κατέβει. Κι εγώ, κουνάω το κεφάλι μου χαμογελώντας πικρά και τους οικτίρω...

Α, τελικά, άνθρωποι και λαμαρίνες συμπλέουν και συνυπάρχουν. Όταν όμως γίνονται ένα, είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσεις την ανθρώπιν ψυχή από την σάρκα και τις λαμαρίνες...

 
     

<    >    ^