Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Γιατί δεν βλέπεις το φως από το κερί που τρεμοσβύνει;

 
 

- Γιατί όλα τα κείμενά σου είναι τόσο στενάχωρα, τόσο μαύρα;
- Δεν είναι μαύρα, στενάχωρα μπορεί να είναι κάπως, αλλά όχι μαύρα. Εξαρτάται από τη γωνία που τα κοιτάζεις. Όπως στο πρώτο βιβλίο, τα σημάδια, τα ίδια σημάδια, βρίσκονται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι και επιλέγει ο αναγνώστης αν θα τα δει φωτεινά ή σκοτεινά.
- Δεν ξέρω τί μου λες εσύ, αλλά πάντως εγώ σαν αναγνώστης, τα κείμενά σου τα βλέπω απαισιόδοξα. Ακόμα και τα όμορφα πράγματα στη ζωή, τα βλέπεις μέσα από δυσάρεστα γεγονότα.
- Όταν κοιτάζεις ένα κερί να καίει, δεν πρέπει να σκέφτεσαι ότι κάποια στιγμή θα σβύσει, αλλά να παίρνεις το φως από τη στιγμή εκείνη. Αλήθεια, ξέρεις τί συμβολίζει το κερί που καίει; Συμβολίζει τον εγωισμό σου που καίγεται μαζί με το κερί...
- Ανεξάρτητα από τη σημειολογία της καύσης του κεριού, εγώ επιμένω ότι τα κείμενά σου είναι απαισιόδοξα και σκοτεινά...

Αυτό το τελευταίο σχόλιο του Δημήτρη με κλόνισε. Από μια παλιά σου κοπέλα μπορείς ίσως να κρυφτείς, από ένα παλιό σου συμμαθητή και στενό φίλο, όχι τόσο εύκολα. Αλλά πάλι, είναι πολύ πιεστικό να έχουν όλοι σχηματίσει μια συγκεκριμένη εικόνα για εσένα και με τον τρόπο τους να σου δείχνουν οτι δεν είναι διατεθειμένοι να δεχτούν κάτι διαφορετικό.

Δε μιλάω για τον Δημήτρη, αυτός έχει κάθε δικαίωμα να μου λέει στα ίσια αυτό που βλέπει μέσα από τα βιβλία και τα κείμενά μου. Αλλα να που τα λόγια του σκαλίζουν άλλα χωράφια και φέρνουν στην επιφάνεια πράγματα που τα είχα αφήσει να κοιμούνται, ήσυχος ότι κανείς και τίποτα δεν θα διακόψει τον μακάριο ύπνο τους.

Όταν έφθασε η στιγμή που αισθάνθηκα έτοιμος (μπορεί άραγε να είναι ποτέ έτοιμος για κάτι τέτοιο;) να εκθέσω σε “δημόσια θέα” τα κείμενά μου, ήξερα ότι ανάμεσα στα άλλα, θα αναδύονταν στην επιφάνειο και στοιχεία που ίσως είχαν, μέχρι εκείνη την ώρα, μείνει κρυμμένα κι από τον ίδιο μου τον εαυτό. Στην αρχή, ξεχείλιζα από αμηχανία. Μια αμηχανία κοινή, γι αυτόν που εκθέτει και γι αυτόν που βλέπει τις βιτρίνες. Και σιγά-σιγά, οι κανόνες του παιχνιδιού (μα ναι, για παιχνίδι πρόκειται!) αλλάζουν και αρχίζεις να ξεγυμνώνεις τα βαθύτερα αισθήματα με όλα και μεγαλύτερη ένταση, σα παιδί που έμαθε να ισορροπεί στο ποδήλατό του και, χωρίς να σκέφτεται, κάνει όλο και μεγαλύτερα τολμήματα με το νέο του παιχνίδι.

Και σιγά-σιγά, μετά απ' όλα αυτά τα ξεγυμνώματα, μένει πια ο αληθινός εαυτός σου, ένας άνθρωπος που μπορεί στην αρχή να δείχνει τόσο διαφορετικός από αυτόν που αντίκριζες στον καθρέφτη επί τόσον καιρό.

Όσο όμως περνούσε ο καιρός, μέσα από την σύνθεση μικρών, ασήμαντων ίσως λεπτομερειών, άρχισε να σχηματίζεται ένα πρόσωπο που μου ήταν οικείο... το δικό μου: εγώ ήμουν πάντα, απλά άλλαζαν γύρω μου οι ήχοι και τα χρώματα.

Αλλάζουμε, όλοι αλλάζουμε. Μόνο ένας γραφικός ρομαντικός, κουφός στον ήχο της ζωής και τυφλός στα χρώματά της, θα έμενε πάντα ο ίδιος. Εξάλλου, όπως λέει και ο «Αλφαμίτης», ένας άνθρωπος που ιδιαίτερα υπολήπτομαι, «δεν είμαστε δέντρα». Αλλά, μέσα στην αλλαγή μας, η πρώτη ύλη μένει η ίδια.

Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι από μικρός έβλεπα το φως από ένα κερί που τρεμόσβυνε. Ίσως γι αυτό ποτέ δε θεώρησα τα κείμενα και τα βιβλία μου απαισιόδοξα.

Αλλά βέβαια, κάθε τι που αποστέλλεται στο κοινό με τόσο «ανοιχτό τρόπο» όπως είναι ένα βιβλίο ή ένα site στο διαδίκτυο, παύει να ανήκει στον αποστολέα και ο αποδέκτης, μπορεί να το χρησιμοποιήσει με όποιον τρόπο επιθυμεί.

Χριστέ μου, τί βαρετή θα ήταν η ζωή μας αν αντί για κερί που τρεμοσβύνει και δεν γνωρίζουμε πότε θα σβύσει για πάντα, μπορούσαμε να ανάψουμε ένα διακόπτη και να διατηρήσουμε το φως στο δωμάτιο (ζωή) παντοτινά αναμένο...

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2002

 
     

<    >    ^