Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Συνδεδεμένος

 
 

Χθες το βράδυ βρέθηκα με συνεργάτες από το εξωτερικό για δείπνο στο εστιατόριο που φέρνει την φωτισμένη Ακρόπολη στο πιάτο σου. Κι εκεί, είναι αμαρτία να θυσιάσεις έστω και μια στιγμή από το πιο όμορφο θέαμα του κόσμου -κατά την ταπεινή μου γνώμη- για μια μπουκιά φαγητού (για μια γουλιά κόκκινου κρασιού, το συζητάω!)

Ίσως η επίδραση που ασκεί πάνω μου αυτό το μέρος επιτάθηκε επειδή μεγάλωσα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σ' ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από την Ακρόπολη. Ίσως πάλι, επειδή διανύω μια -μακριά, είναι αλήθεια- περίοδο συνειδητοποίησης ότι, σε όλες μου τις απορίες και ανησυχίες, μεταφυσικές ή μη, υπάρχει μια θαρραλέα απάντηση -όχι κατ' ανάγκη η σωστή- από τους Αρχαίους μας προγόνους.

Και πέρασε ένα ακόμα βράδυ με συζήτηση για την Αρχαία Ελλάδα και έβλεπα απέναντί μου μάτια να λάμπουν από ενδιαφέρον γι αυτά που λέγονταν, λες και επρόκειτο για ένα θαυμαστό καινούργιο κόσμο, που όμως παρουσιάστηκε πριν από τέσσερις αιώνες!

Και κάποια στιγμή, κατέστησα σαφές στους φίλους μας οτι, το γεγονός πως εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε απόγονοι των σπουδαίων αυτών ανθρώπων δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα: μπορεί μάλιστα εκτός από ευλογία, να γίνεται και ευθύνη βαριά.

Και τότε, είδα και κάποια χαμόγελα ανακούφισης στο πρόσωπό των ξένων συνδαιτυμόνων μου: δεν ήταν λοιπόν όλα χαμένα, σκέφτηκαν προφανώς, υπήρχαν ελπίδες. Και συμπλήρωσα ότι έχουμε όλοι την ευλογία να αναπνέουμε τον αέρα που ανέπνεαν και εκείνοι οι άνθρωποι και μάλιστα στο ίδιο σημείο.

Και οι φίλοι μας που είχαν βρεθεί εκείνη τη μέρα στην Ελλάδα είχαν αυτή τη δυνατότητα, αλλά δυστυχώς μόνο πρόσκαιρα!

Τα χαμόγελα εξαφανίστηκαν, τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους.

Το σκοτσέζικο ντους συνεχίστηκε: Και γιατί, αναρωτήθηκα, να θεωρείται περισσότερο Έλληνας κάποιος που η μόνη σχέση που έχει με τους αρχαίους προγόνους μας είναι ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα κι ας μην έχει διαβάσει ποτέ ούτε λέξη από αυτά που άφησαν πίσω τους αυτοί οι Μεγάλοι, από κάποιον λάτρη του πνεύματος που, από την άλλη άκρη του κόσμου, ρουφά όλη τη γνώση όπως φθάνει στο μυαλό του -και την καρδιά του- μέσα από μεταφράσεις και αποδόσεις που αποχρωματίζουν ή -για τους πλέον μάχιμους εγκεφάλους- από τα πρωτότυπα κείμενα;

Πάλι αναθάρρησαν οι συνομιλητές μου.

Και μετά, η συζήτηση έγινε πιο συναισθηματική. Τους μίλησα για τα παιδικά μου χρόνια στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τότε που, όταν έβγαινα από το σπίτι μου για να περιμένω το σχολικό, το πρώτο πράγμα που αντίκριζα κατάφατσα ήταν η Ακρόπολη.

Ένα δείπνο δίνει πολλές, πάρα πολλές ευκαιρίες για να στρέψει κάποιος την κουβέντα -ιδιαίτερα αν έχει «καλπάζουσα εικονοπλασία του περίγυρου», όπως μου έλεγε ένας καθηγητής μου στο Λύκειο- σε ένα σωρό πράγματα που αναδεικνύουν το μεγαλείο της Αρχαίας Ελλάδας: η φραντζόλα με το ψωμί παίρνει τις διαστάσεις ενός βουνού στη Σάμου και οδηγεί την κουβέντα στο Ευπαλίνειο όρυγμα, ο κίνδυνος να βάλουν κιλά οι ομοτράπεζοί μας από το υπέροχο γεύμα, στα μαθήματα χορού του Σωκράτη στα 70 του χρόνια για να πέσουν οι κοιλιές του, κάποιες μελαγχολικές σκέψεις που έφερε η κουβέντα στους κυρίους, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον Φρύνιχο για το έργο του «Μιλήτου Άλωσις» επειδή θύμισε στους θεατές «οικεία κακά». Κι έλεγα, έλεγα και σταματημό δεν είχα.

Και όταν τελείωσε το βράδυ και πήρα τον δρόμο του γυρισμού, ζαλισμένος από το υπέροχο κόκκινο κρασί, αισθάνθηκα... συνδεδεμένος. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Σαν κρίκος σε μια τεράστια αλυσίδα απελευθερωμένη από χρόνο, όχι σαν κάποιος που βρέθηκε τυχαία σ' αυτόν τον κόσμο.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2002

 
     

<    >    ^