Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Ο άγνωστος της νύχτας

 
 

«Ναι, παρακαλώ».

Παράξενο, δεν ακούει καμία φωνή από την άλλη πλευρά του σύρματος, αλλά αισθάνεται σίγουρος ότι κάποιος βρίσκεται εκεί και προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του. Κάποιος που τον ξέρει καλά, καλύτερα απ' ότι ξέρει αυτός τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αυτός ο κάποιος, δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα εικόνες που δημιουργούν ανατριχίλες και να πει λέξεις απαγορευμένες.

Στην αρχή, νόμιζε ότι πρόκειται για λάθος. Ή ίσως φάρσα. Αλλά λάθος ή φάρσα κάθε βράδυ την ίδια ώρα; Δεν είναι αυτό, κάποιος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του. Κάποιος που δεν μπορεί να τον προσεγγίσει όλη τη μέρα, όσο κι αν προσπαθεί. Το τηλέφωνό του, φαίνεται, είναι πάντα κλειστό γι αυτόν τον άγνωστο. Ή μήπως είναι η καρδιά του κλειστή;

«Ξέρω ότι είσαι εκεί και με ακούς. Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά σε νιώθω φίλο μου. Μη μου μιλάς, δεν πειράζει, αλλά... να, χαίρομαι που είσαι καλά και επικοινωνείς μαζί μου. Να ξέρεις ότι κι εγώ είμαι καλά, φίλε».

Στην αρχή είχε θυμώσει. Όταν χρησιμοποιείς το τηλέφωνο στις δύο τα ξημερώματα, πρέπει να είσαι προσεκτικός, έτσι δεν είναι;

Όταν το ίδιο βουβό τηλεφώνημα επαναλήφθηκε την ίδια ακριβώς ώρα την επόμενη μέρα, απόρησε. Τόση μοναξιά υπάρχει γύρω μας, σκέφτηκε, αλλά και τόση απομάκρυνση, ώστε κάποιος να μου τηλεφωνεί μόνο και μόνο για να με ακούσει να λέω «εμπρός» και μετά, να μην βρίσκει το κουράγιο να μου μιλήσει;

Μια λύση θα ήταν να κατεβάζει το ακουστικό πριν πάει για ύπνο, αλλά αυτό θα ήταν δειλία, φίμωμα της κρυμμένης αλήθειας που αγωνίζεται να ανατείλει.

Η νύχτα τον παίρνει τρυφερά στην αγκαλιά της. Κι όταν αρχίζει να αποβάλλεται η ένταση, συγκεντρώνονται στο μυαλό όλες οι στιγμές της μέρας, μιας μέρας που μπορεί να έχει διαρκέσει πολλά χρόνια, όλα τα χρόνια της μέχρι τότε ζωής του. Στιγμές που δειλά ξεπροβάλλουν και ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια του σε διαστάσεις πρωτόγνωρες. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, το μόνο που ακούγεται αχνά είναι η αναπνοή του, η αναπνοή ενός μοναχικού ανθρώπου. Τόσο μονότονη, τόσο γλυκά επιβεβαιωτική ότι η ζωή συνεχίζεται. Κι εκεί, στη μέση μιας τέτοιας νύχτας, το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου από κάποιον άγνωστο, που αποκλείεται να οφείλεται σε λάθος.

Πόσες ψυχές πετάνε άραγε γύρω μας τις νύχτες; Πόσες ψυχές κάθονται υπομονετικά δίπλα μας περιμένοντας να ξημερώσει, όση ώρα οι στιγμές της μέρας που πέρασε παίρνουν σχήμα μπροστά στα μάτια της ψυχής μας;

«Ένας καλός ύπνος είναι αναγκαίος για να είναι κανείς αποδοτικός την επόμενη μέρα στη δουλειά». Τα λόγια αυτά φτάνουν στ' αυτιά του και επαναλαμβάνονται σα να βγαίνουν από μεγάφωνα και παίρνουν αρχικά τον ήχο από γνώριμες φωνές, της μητέρας, του πατέρα, του δασκάλου, της συζύγου. Έτσι είναι, αν έτσι λέτε, όλοι εσείς οι απέξω, αγαπημένοι και μη.

Αλλά, τις νυχτερινές ώρες, όταν τα σώματα γέρνουν και κλείνουν τα μάτια του προσώπου και της ψυχής, μένουν άγρυπνοι οι λίγοι εκλεκτοί, οι φύλακες του κόσμου. Και τότε, μακριά από την οχλαγωγία, ακούνε απερίσπαστοι το ποτάμι της ζωής να κυλάει.

Τότε είναι που παίρνει τηλέφωνο ο άγνωστος φίλος του.

Ακόμα κι αν δεν χτυπάει το τηλέφωνο.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2002

 
     

<    >    ^