Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Κοίταζα λάθος...

 
 

Αυτός που είδα στο κρεβάτι του νοσοκομείου δεν ήταν ο θείος μου.

Νόμιζα ότι ήμουν προετοιμασμένος γι αυτό που θα αντίκριζα, αφού ήξερα ότι το τέλος πλησίαζε και πήγα να τον αποχαιρετίσω. Είχε μπροστά του ένα μακρύ ταξίδι και ήθελα στο ταξίδι αυτό να έχει και το δικό μου άγγιγμα αναγνώρισης, να του μεταφέρω δηλαδή μ' ένα βουβό τρόπο ότι όλα αυτά τα χρόνια που η μοίρα μας είχε φέρει στην ίδια οικογένεια, απόλαυσα κάθε στιγμή από την επαφή μας και έχω μόνο γλυκές στιγμές να θυμάμαι απ' αυτόν.

Αλλά ο άντρας που βρισκόταν στο κρεβάτι, δεν ήταν ο θείος μου. Ήταν κάποιος άλλος, βυθισμένος σε κάποιον άγνωστο ωκεανό, μόνο μικρές λάμψεις επαναφοράς σ' αυτόν τον κόσμο είχε.

Όπως τον κοίταζα, σκέφτηκα ότι αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν ήδη στον ουρανό. Κι εμείς, οι κοντινοί του άνθρωποι, γιατροί και συγγενείς, τον τραβούσαμε κάθε τόσο βίαια, πίσω στον κόσμο μας. Κι αυτός, για να μη μας χαλάσει το χατίρι ίσως, ή επειδή δεν ήταν αρκετά δυνατός για να απελευθερωθεί από το τράβηγμά μας, κατέβαινε από το σύννεφό του και διέκοπτε στην άνοδο στον Ουρανό. Και χαμήλωνε το βλέμμα του προς τη γη, κοίταζε προς τη μεριά μας, μας χαμογελούσε ακόμα κι αν εμείς δεν το καταλαβαίναμε και μετά, ξανανέβαινε σ' ένα σύννεφο όλο και πιο ψηλό, όλο και πιο κοντινό στον Τελικό Προορισμό.

Κι ενώ αρνιόμουν να αναγνωρίσω τον άνδρα που βρισκόταν φυλακισμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, άρχισα να σκέφτομαι ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια παρεξήγηση της ζωής. Είχα, φαίνεται, φτιάξει -αυθαίρετα ίσως- μια συγκεκριμένη εικόνα για τον θείο μου. Τον έβλεπα όπως ήθελα να είναι, χωρίς να αναλογίζομαι ότι η ανθρώπινη σάρκα υπόκειται σε συνεχείς φθορές που εμείς οι «απέξω», όσο κοντά κι αν είμαστε, αρνούμαστε να τις δεχτούμε. Αλλάζει η εμφάνιση της κιβωτού, αλλά το περιεχόμενο που μεταφέρει -η ψυχή!- μένει άφθαρτο, ανεξίτηλο. Και εμείς, σαν κομπάρσοι σε μια δραματική σκηνή που έχουμε ανάγκη να παίξουμε, λες και την χρωστάμε στους εαυτούς μας και σ' αυτόν που φεύγει, γονατίζουμε από τον πόνο έχοντας καρφωμένα τα μάτια μας μόνο το περίβλημα, αντί να αποχαιρετίσουμε σαν έτοιμοι από καιρό, το περιεχόμενο.

Ίσως αυτός που είδα στο κρεβάτι του νοσοκομείου να ήταν, τελικά, ο θείος μου. Απλώς εγώ κοίταζα λάθος και δεν μπόρεσα να τον διακρίνω.

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2002

 
     

<    >    ^