Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Πέστο με μια μαργαρίτα!

 
 

Καθισμένος στο πεζουλάκι έξω από το Cafe Pacifico στο Λονδίνο, περίμενα υπομονετικά να βγουν και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας για να φύγουμε. Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στα σκαλιά της εξόδου, που έμεναν ακίνητα, αδιάψευστη απόδειξη ότι δεν είχε έρθει ακόμα η «ώρα της μαργαρίτας».

Πολλοί προσπάθησαν να μετρήσουν την ακριβή χρονική στιγμή που η κατανάλωση της μαργαρίτας μας χτυπούσε στο κεφάλι. Τότε, βέβαια, ήμαστε νεότεροι, οι αντοχές μας ήταν διαφορετικές. Παρά τις προσπάθειές μας, πάντως, ποτέ δεν μπορέσαμε να υπολογίσουμε την ακριβή ποσότητα που οδηγούσε στην ξαφνική απογείωση, αλλά ούτε και την χρονική στιγμή που παρουσιαζόταν αυτό το φαινόμενο. Ξέραμε απλά ότι, μετά από ένα μαργαριτένιο βράδυ, κάποια στιγμή το οινόπνευμα θα κέρδιζε τον έλεγχο του νου μας. Κι έπρεπε να πάρουμε τα μέτρα μας, να είμαστε προετοιμασμένοι για την στιγμή της απογείωσης, που πάντα ερχόταν τόσο απροειδοποίητα.

Η καλύτερη και ασφαλέστερη λύση ήταν η επιστροφή στο σπίτι μετά από ένα βράδυ αχαλίνωτης κατανάλωσης μαργαρίτας με τον υπόγειο. Μια άλλη, λιγότερο ασφαλής πάντως, ήταν η ύπαρξη συνοδηγού που θα μπορούσε να πάρει την διακυβέρνηση του αυτοκινήτου, σε περίπτωση που ο πλοίαρχος έπεφτε στην «ώρα της μαργαρίτας».

Εκείνο το βράδυ, είχε έρθει από το Παρίσι ο φίλος μου ο Σταύρος, για να πάρει μια γεύση από Λονδίνο. Δεν ξέρω πού είχε βασίσει αυτή του την βεβαιότητα, είχε έρθει όμως σίγουρος ότι εκείνο το Σαββατοκύριακο στο Λονδίνο θα του έμενε αξέχαστο. Πράγματι, του έμεινε...

Βρισκόμουν λοιπόν στο πεζουλάκι απέναντι από την έξοδο του Cafe Pacifico, περιμένοντας με καρτερία τους υπόλοιπους. Έχω αρκετό καιρό να βρεθώ σε κατάσταση «οινοπνευματικής ευφορίας», αλλά θυμάμαι ότι όταν βρίσκεσαι σε τέτοια κατάσταση, οι ανοχές μεγαλώνουν και αποκτάς, ακόμα κι αν δεν το είχες, το χάρισμα της καρτερίας. Κι ακόμα, σ' αυτήν την κατάσταση καλείται η φαντασία που έχει απελευθερωθεί, να συμπληρώσει κενά εικόνων και ήχων που περνάνε από μπροστά σου αλλά εξαφανίζονται, χωρίς να προλάβεις να τα συγκρατήσεις.

Κάποια στιγμή, ο Σταύρος βγήκε φουριόζος από το μπαρ.

«Αυτές οι κοπέλες μου μίλησαν, κατάλαβαν ότι είμαι Έλληνας και μου χαμογέλασαν με νόημα, σήκω, πάμε γρήγορα, θα τις χάσουμε».

Απ' ότι θυμάμαι, οι κοπέλες πραγματικά χασκογελούσαν, όχι όμως με διάθεση να ενθαρρύνουν μια προσέγγιση αλλά μάλλον για να δουν μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει ο Σταύρος.

Σπρωχτός από τον φίλο μου και μουρμουρίζοντας ότι άδικα χάνει τον χρόνο του, σηκώθηκα από το φιλόξενο πεζούλι που με είχε φιλοξενήσει (αλήθεια, πόση ώρα;) και ακολουθήσαμε τις κοπέλες. Πριν χαθούμε στη γωνία, φώναξα στα υπόλοιπα μέλη της παρέας που είχαν σχεδόν μαζευτεί «μη φύγετε, δεν αργούμε».

Κανένας από αυτούς δεν φαντάστηκε ότι θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουμε και αυτοκίνητο στην καταδίωξη των κοριτσιών, ειδάλλως θα είχαν φροντίσει να εξασφαλίσουν έναν από τους δύο τρόπους «διαχείρισης των κρίσεων της μαργαρίτας».

«Μπήκαν σ' αυτό το μαύρο Renault 5, γρήγορα, πού έχεις αφήσει το αυτοκίνητό σου;»

Ο Σταύρος ήταν αποφασισμένος και δεν υπολόγισε τυχόν συνεπακόλουθους κινδύνους.

Λοιπόν, δεν ξέρω τι γράφει ο Πάολο Κοέλιο περί μεταφυσικών συνομωσιών των δυνάμεων του σύμπαντος για να μας βοηθήσουν να πετύχουμε κάτι που θέλουμε αληθινά, πάντως εκείνο το βράδυ οι δυνάμεις του σύμπαντος είχαν πραγματικά συνωμοτήσει, με διάθεση μάλλον να κάτσουν στη γωνία και να παρακολουθήσουν γελώντας τα όσα θα συνέβαιναν. Για πρώτη φορά, είχα βρει θέση να παρκάρω το αυτοκίνητό μου -νομιμότατα, παρακαλώ- κοντά στο μπαρ και μάλιστα ακριβώς πίσω από το αυτοκίνητο των κοριτσιών και άρα όταν ο Σταύρος, σαν δεύτερος Επιθεωρητής Κλουζώ μου είπε «ακολούθησε αυτό το αυτοκίνητο», το μόνο που είχα να κάνω ήταν να μπω στο αυτοκίνητό μου.

Στην αρχή, πρέπει να ήταν από την πλευρά των κοριτσιών, γυναικεία παιχνιδιάρικη διάθεση, μετά ίσως έγινε παιχνίδι καταδίωξης και τελικά, φαίνεται, εξελίχθηκε σε αγώνα αποφυγής των ενοχλητικών. Μετά από ένα περίπου τέταρτο κυνηγητού στους δρόμους του κέντρου του Λονδίνου (μην πάει βέβαια το μυαλό σας σε θεαματικές σκηνές καταδίωξης με ανταλλαγή πυροβολισμών!), κατάφερα με έναν επιδέξιο χειρισμό της Giulietta μου να βρεθώ δίπλα στο Renault 5 των κοριτσιών... όχι των κοριτσιών!

Κάποιο λάθος είχε γίνει, αυτές δεν ήταν οι κοπέλες που ακολουθούσαμε, ήταν δύο μελαμψοί άντρες με μουστάκια που μας κοιτούσαν παραξενεμένοι για το ενδιαφέρον μας.

«Μάλλον ακολουθήσαμε λάθος αυτοκίνητο» είπε ο Σταύρος. «Κρίμα, ήταν πολύ όμορφες αυτές οι κοπέλες. Δεν πειράζει, πάμε πίσω, μας περιμένουν οι άλλοι έξω από το μπαρ».

Οι κακές γλώσσες της εποχής έλεγαν ότι χανόμουν εύκολα στο Λονδίνο, ακόμα και μετά από έναν ολόκληρο χρόνο παραμονής μου εκεί. Εγώ πάλι, ισχυριζόμουν ότι έβρισκα πάντα την ευκαιρία να κάνω στους συνεπιβάτες μου μια μικρή περιήγηση στα αξιοθέατα της πόλης. Διίστανται οι απόψεις, τί να κάνουμε;

Όταν ο Σταύρος μου ζήτησε να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητό μου για να προλάβει τις κοπέλες, δεν ήξερε προφανώς γι αυτές τις κακοήθεις (;) φήμες. Ούτε ασφαλώς είχε ακούσε τίποτα για «την ώρα της μαργαρίτας». Και βέβαια, μέχρι την ώρα που διαπιστώσαμε ότι είχαμε χάσει δέκα πέντε λεπτά από τη ζωή μας ακολουθώντας δύο Αιγύπτιους που οδηγούσαν σα μανιασμένοι στους δρόμους του Λονδίνου, δεν του είχα δώσει καμία αφορμή.

Με ένα αγέρωχο ύφος, έπιασα το τιμόνι στα χέρια μου για να μεταφέρω το φίλο μου με ασφάλεια στον προορισμό του. Αλλά...

Αλλά, είχε έρθει «η ώρα της μαργαρίτας», όπου νεκρώνουν όλα τα συστήματα διακυβέρνησης του νου, με δραματικές επιπτώσεις στην ικανότητα οδήγησης. Ο Σταύρος ήταν πολύ άτυχος, αυτό είναι σίγουρο. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες από την διαδρομή, ούτε γύρισα ποτέ να τον κοιτάξω, ήθελα να είμαι απερίσπαστος στην οδήγηση! Ήταν πάντως διάχυτη στο αυτοκίνητο η παγωμάρα, ακόμα και ο τρόμος του συνοδηγού μου, όσο πειραματιζόμουν σε τεχνικές επικίνδυνης οδήγησης σε δρόμους που, μπορεί να μου ήταν παντελώς άγνωστοι, αλλά αυτό δεν επηρέαζε καθόλου την αυτοπεποίθηση στις επιλογές μου στο τιμόνι.

Ο Σταύρος πέρασε δύσκολες στιγμές εκείνο το βράδυ, μέχρι την στιγμή που ένα από τα «οχήματα ανεύρεσης» (τα αυτοκίνητα των υπολοίπων μελών της παρέας που, βλέποντας την καθυστέρηση, ακροβολίστηκαν κοντά στο Cafe Pacifico για να μας βρουν) μας συνέλαβε την στιγμή που είχα ξεκινήσει ένα από τα πιο φιλόδοξα και θεαματικά σχέδια, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί διδακτέα ύλη σε σχολή κασκαντέρ: επέλαση στην Trafalgar Square με έναν τρόπο που θα θεωρούσε ένα συντηρητικός Βρετανός αστυνομικός -μόνον αυτός, άραγε;- με λίγες λέξεις να περιγράψει σαν «είσοδο στο αντίθετο ρεύμα». Παράξενο, τόσο καιρό στο Λονδίνο δεν με είχε σταματήσει ποτέ αστυνομικός, κι ούτε εκείνο το βράδυ συνέβη αυτό ακόμα κι αν οδηγούσα στη ζώνη του λυκόφωτος, ενώ μερικοί φίλοι μου πήραν, την ίδια περίοδο, κλήσεις, για τις πιο ασήμαντες παραβάσεις.

Ευχαριστώ τον Θεό που αυτή η βραδιά έμεινε μια ξεχωριστή ανάμνηση, μια ιστορία γεμάτη εφηβική ανοησία που διηγούμαι, ξαναδιηγούμαι (και γράφω, πλέον) γελώντας σε φίλους, όταν μιλάμε για ακραίες ιστορίες οινοπνεύματος.

Πάντως από τότε ο Σταύρος, κάθε φορά που τον βλέπω, μου δείχνει τα γκρίζα του μαλλιά (αν και συνομήλικός μου, έχει γκριζάρει) και δαγκώνει το δάκτυλό του σα να μου λεει «εσύ φταις γι αυτό, ρε»!

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2001

 
     

<    >    ^