Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


O Alfons...

 
 

Έμαθα πριν από λίγη ώρα ότι ο Alfons, ο καλός μου συνεργάτης από την Γερμανία έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, χθες το βράδυ κάνοντας τζόγκινγκ. Ωραίος τρόπος να φύγεις, είναι αλήθεια.

Μόλις το άκουσα, γύρισα ασυναίσθητα το κεφάλι μου σε μια γωνία του γραφείου μου όπου υπήρχαν δύο καλάθια με Ελληνικά κρασιά και ούζο για τον Alfons, ένα μικρό «ευχαριστώ» για την βοήθειά του σε κάποιο θέμα που είχε προκύψει πρόσφατα. Και αμέσως μετά, όσο σκεφτόμουν ότι ο Alfons δε θα πιει αυτά τα κρασιά που τόσο του άρεσαν, έπεσε το βλέμμα μου πάνω στην οθόνη του computer μου, όπου υπήρχε ένα μικρό post-it με το μήνυμα "Να ειδοποιήσω τον Alfons". Δεν χρειάζεται να τον ειδοποιήσω πια, εκεί που βρίσκεται δεν χάνει το χρόνο του με μικρές καθημερινές συμβατικότητες.

Θυμάμαι πριν από 5-6 χρόνια που βρισκόμουν με τον Alfons στο «Αθηναϊκό» και πίναμε ούζα. Εμείς οι Έλληνες, του έλεγα, είμαστε άνθρωποι της παρέας. Μας αρέσει να συναντιόμαστε, να τρωμε και να πίνουμε μαζί και, τελικά, να πετυχαίνουμε την μέθεξη, την ταύτιση δηλαδή, μέσα από μια συμμετοχή, σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Πόση ώρα μου είχε πάρει να του εξηγήσω την έννοια της μέθεξης...

Και μετά, το ύψωμα του ποτηριού. Εμείς οι Έλληνες είμαστε ανοιχτόκαρδοι, του έλεγα, φωνακλάδες, αλλά έξω καρδιά. Δε θέλουμε το κακό κανενός και την ώρα που πίνουμε, ξεχνιούνται όλες οι κακές σκέψεις. Του εξήγησα λοιπόν ότι πρώτα πίνουμε στην υγειά των παριστάμενων. Μετά, στους συγγενείς και φίλους που δεν βρίσκονται στο τραπέζι εκείνη την στιγμή, είτε βρίσκονται αλλού είτε έχουν φύγει για πάντα από κοντά μας. Και μετά από τόσα τσουγκρίσματα και αφού έχουν λίγο-πολύ καλυφθεί όλοι οι κάθε λογής γνωστοί και φίλοι, αναζητάμε ευκαιρίες να ξανααδειάσουμε το ποτήρι μας: Να υγιάνει το πόδι της κουτσής, να βρει ο τυφλός το φως του.

Και στο τέλος, όταν η γλυκιά ζαλάδα του ποτού μας έχει παρασύρει, έρχεται η στιγμή που, σα λαός φιλόξενος και αξιοπρεπής που είμαστε, συνεχίζουμε να πίνουμε, χωρίς να κουράζουμε τους σύντροφούς μας στο ποτό. Γι αυτό, Alfons, του έλεγα, δεν χρειάζεται πια να υψώνουμε τα ποτήρια μας και να υποβάλλουμε όλους τους άλλους σ' αυτήν την διαδικασία που γίνεται όλο και πιο κουραστική: ο καθένας μας απλώς χτυπάει το ποτήρι του στο τραπέζι, σα να λεει «στην υγειά σας όλοι». Και χάρις σ' αυτή τη μεταφυσική προσέγγιση όλων των ατόμων της παρέας, οι ευχές μεταφέρονται σιωπηλά στο τραπέζι.

Του άρεσε του Alfons αυτή η συνήθεια. Δεν ξέρω αν είχα διαβάσει κάπου γι αυτό το τελετουργικό ή αν κάποιος μου το είχε πει. Μπορεί και να ήταν ένα από τα παιχνίδια της φαντασίας μου (ένας καθηγητής μου στο Λύκειο έλεγε ότι «έχω καλπάζουσα εικονοπλασία του περίγυρου»), πάντως του το είχα παρουσιάσει σα μια συνήθεια βγαλμένη μέσα στους αιώνες από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων. Κι ο Alfons, σαν τέτοια την εξέλαβε και πέρασε ώρες πίνοντας μαζί μου χτυπώντας διακριτικά, από ένα σημείο και μετά, το ποτήρι του στο τραπέζι.

Και σήμερα, που έμαθα ότι ο Alfons έφυγε γι αλλού, σήκωσα ελαφρά το ποτήρι μου και το χτύπησα στο τραπέζι. Με νερό, δεν πειράζει.

«Στην υγειά σου, Alfons. Νάσαι καλά εκεί που είσαι».

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2001

 
     

<    >    ^