Ενδέκατο Σημάδι:
Μαρμάρινα Βήματα
Δεύτερο μέρος

 
 

Οι φωνές του παρασύρθηκαν από τον μονότονο ήχο που ακουγόταν στο μέρος από την ώρα που μπήκε. Μόνο δύο νέοι που βρίσκονταν πίσω τους, κοιτάχτηκαν με νόημα και μάλιστα ο ένας είπε στον άλλον χαμηλόφωνα: Μετά τη δόση, μπορείς να συνομιλείς με αγάλματα, σημείωσέ αυτό να το έχουμε υπόψη μας. Τα γέλια τους πνίγηκαν στην ίδια βουή που είχε παρασύρει τις φωνές του Τάσου λίγο πριν.

Βλέποντας οτι κανείς δεν του έδινε σημασία, ο Τάσος κάθισε ηττημένος στο κάθισμά του. Έκλεισε με τα χέρια τα μάτια του, ίσως όταν τα ξανάνοιγε το άγαλμα να είχε φύγει. Η πνευματική του διαύγεια σύντομα θα έφθανε στο πιο υψηλό της σημείο, τόσα χρόνια χρήστης, το είχε μάθει, για πόσο όμως; Κατέβασε δειλά τα χέρια από το πρόσωπό του και άνοιξε τα μάτια του. Ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα εκεί, στο ίδιο σημείο και τον κοιτούσε απορημένος.

- Είσαι καλά, Τάσο; Ανησύχησα προς στιγμήν για σένα. Παράξενος αυτός ο λεβέντης στην παρέα σας, ξέρεις έχω μάθει να ξεχωρίζω τους ανθρώπους, λοιπόν εμένα αυτός δεν μου φαίνεται καλός άνθρωπος. Μπορεί βέβαια να κάνω λάθος...

- Τελικά, είσαι το άγαλμα ή όχι; Μπορείς να μου απαντήσεις σ' αυτό;

- Είμαι το σώμα του ανθρώπου για τον οποίον έκαναν αυτό το άγαλμα, αν αυτό σε ικανοποιεί. Δεν ξέρω πώς ακριβώς βρέθηκα εδώ, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν αισθάνομαι την ανάγκη να το ψάξω, τουλάχιστον όχι αυτήν την στιγμή, με καταλαβαίνεις;

- Εγώ σε καταλαβαίνω. Έλα όμως αν μπορείς κι εσύ στη θέση μου. Από τη μια στιγμή στην άλλη, βρίσκομαι να μιλάω με ένα κομμάτι μάρμαρο, δεν είναι και μικρό πράγμα, δε νομίζεις; Δεν ξέρω αν είναι αληθινό αυτό που μου συμβαίνει ή αν οφείλεται στο γεγονός οτι αυτός ο λεβέντης που δε σου γεμίζει το μάτι, μου πάσαρε σκάρτο πράγμα και με έστειλε σε τέτοια ταξίδια, στ' αλήθεια δεν ξέρω,

- Ας κάνει ο καθένας τους συμβιβασμούς του και ας συνεχίσουμε την συζήτηση, συμφωνείς; Ας αφήσουμε λοιπόν ορισμένα πράγματα να αιωρούνται, αυτό είναι μια τίμια συμφωνία, εξάλλου δεν ξέρω πόσο χρόνο θα βρίσκομαι εδώ κάτω. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να ξαναβρεθώ εκεί ψηλά, όπου κανείς δε μπορεί να με πλησιάσει. Αισθάνομαι οτι προέρχομαι από έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, και τώρα βρίσκομαι σ' έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ για εμένα.......θλιβερό, δεν είναι;

- Ναι, αλλά εσύ, αν είσαι δηλαδή στ' αλήθεια αυτός που νομίζω, έχεις μια ιστορία πίσω σου. Κάτι άφησες στο πέρασμά σου στη ζωή. Μπορεί κανείς να μην προσέχει το όνομά σου στη βάση του αγάλματος, μπορεί σχεδόν κανένας να μην ξέρει ποιος ήσουν, αλλά αδελφέ μου εσύ έχεις μείνει στην ιστορία.

- Έχω μείνει στην ιστορία, αλλά με τρώει η λησμονιά.

- Εγώ πάντως σε ζηλεύω, Αλέξανδρε. Κοίτα εμένα, είμαι ένα τίποτα, ένα πρεζάκι που κάποιο πρωί θα το βρουν τέζα.

- Τάσο, σε ζηλεύω που ζεις, που αναπνέεις, που περπατάς! Εγώ λοιπόν έχω ένα λαμπρό παρελθόν που δεν έχει πια καμμιά αξία, κι εσύ έχεις ένα ανάξιο παρόν που για εμένα, τουλάχιστον, είναι τα πάντα!

- Ναι, αλλά ήσουν ένας επαναστάτης, ένας ήρωας, ειδάλλως δε θα σου είχαν στήσει άγαλμα, να είσαι σίγουρος γι αυτό. Είσαι απελευθερωμένος από κάθε είδους φθορά, η εικόνα σου έχει μείνει αλώβητη στο χρόνο.

- Ναι, ήμουνα επαναστάτης, όπως το εννοείς εσύ. Αν και στα χρόνια μας, δεν αισθανόμαστε σαν επαναστάτες, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε λογικά το τί κάναμε και γιατί το κάναμε. Για εμάς, αυτή ήταν η μόνη λύση. Και τώρα που κοιτάζω πίσω μου, βλέπω οτι όλα τα οράματα, όλες τις ελπίδες, τα πήρε ο αέρας και δεν έμεινε τίποτα. Τίποτα.

- Σκέψου, Αλέξανδρε, πόσοι άλλοι έχουν βρεθεί στη θέση σου; Ίσως κανένας! Αυτό που σου συμβαίνει είναι μοναδικό, απίστευτο...

- Μην με υπερεκτιμάς, δεν είμαι παρά το άγαλμα του Αλέξανδρου Κεφάλα. Δεν είμαι η ψυχή του, είμαι ένα μαρμάρινο κουφάρι που αυτήν την ώρα -για πόσο άραγε;- απέκτησα σάρκα και οστά, δανεικά κι αυτά, δεν είναι δικά μου.

- Δεν ξέρω τί λες εσύ, εγώ σε ζηλεύω. Και φαίνεται οτι δεν είσαι μόνο ήρωας, είσαι και σεμνός. Ακούς εκεί, μαρμάρινο κουφάρι.

Ο Αλέξανδρος κοίταξε τριγύρω του. Ο κόσμος πραγματικά είχε ελαττωθεί αισθητά, μόνο δυο-τρεις παρέες επισκεπτών έπιναν τα ποτά τους, χωρίς να δίνουν η μια σημασία στην άλλη. Κοίταξε τον συνομιλητή του: είχε ευγενική φυσιογνωμία, αν και οι καταχρήσεις στις οποίες προφανώς προέβαινε, του είχαν απομυζήσει τα νιάτα και τον δροσιά της ζωής του. Ακόμη κι έτσι όμως, τον ζήλευε. Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος, χωρίς το βαρύ φορτίο μιας ιστορίας που, τελικά, του ήταν απόλυτα άχρηστη.

Ο Τάσος κοίταξε τον παράξενο άνδρα που καθόταν απέναντί του. Μπορεί να ένοιωθε εγκλωβισμένος στην ιστορία του αλλά, χωρίς αμφιβολία, ήταν ένας μεγάλος άνδρας που είχε προσφέρει στην πατρίδα, δίνοντας παντοτινό νόημα στη ζωή του. Ενώ αυτός, αυτός ήταν ένα τίποτα, που θα πέρναγε από την ζωή και δεν θα ακούμπαγε....

Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν με νόημα, σα να καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον και σα να έκαναν μια σιωπηλή συμφωνία, που αφορούσε μόνο αυτούς και κανείς άλλος δε θα μάθαινε τίποτα γι αυτήν... ποτέ.

Ο Αλέξανδρος βοήθησε τον Τάσο να σηκωθεί. Η ώρα που η γη θα άρχιζε να κινείται σε ξέφρενους ρυθμούς γύρω του, πλησίαζε. Ο κόσμος της ψεύτικης ευτυχίας και της πρόσκαιρης φυγής που οδηγεί ένα σκαλοπάτι πιο κάτω ήταν ανελέητος. Ο Τάσος, τρεκλίζοντας, χαιρέτισε από μακριά τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από το μπαρ. Ο άνδρας του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Ο Αλέξανδρος γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ο «λεβέντης» που συνάντησε ο Τάσος όταν σηκώθηκε από το τραπέζι και του είχε δώσει έναν φάκελο.


- Βρε Ευτέρπη μου, θα σου πω κάτι αλλά μη γελάσεις και μη βιαστείς να μου πεις οτι ξεμωράθηκα. Μην ξεχνάς οτι είμαι και μισό χρόνο πιο μικρή από εσένα.

- Ναι, βέβαια, εκατόν δύο χρονών εγώ, εκατόν ενός και μισό εσύ Αλκμήνη μου, της είπε γελώντας η δεύτερη υπέργηρη κυρία.

- Λοιπόν Ευτέρπη, νομίζω, πρόσεξε, νομίζω λέω, οτι το άγαλμά μας έχει διαφορετική όψη σήμερα. Δεν το είχα προσέξει ποτέ, για να είμαι ειλικρινής, αλλά μου φαίνεται διαφορετικό στην όψη και κάπως...

- Κάπως, τί, Αλκμήνη μου, μίλησε άφοβα δε σε κοροϊδεύω, θα προσπαθήσω τουλάχιστον.

- Κάπως χαρούμενο, βρε παιδί μου. Σα να είναι άλλος άνθρωπος. Μου θύμισε λίγο τον γιο της φίλης μας της Τούλας, της μακαρίτισσας, ξέρεις το παλικάρι που βολοδέρνει με τα ναρκωτικά. Δεν με πιστεύεις, το ήξερα, μάλλον λάθος κάνω, ας το ξεχάσουμε.


Το παιδάκι σταμάτησε απότομα το ποδήλατο:

- Το άγαλμα μπαμπά, το άγαλμα κατέβηκε και μιλάει. Αλήθεια σου λέω, είναι το άγαλμα.

Ο πατέρας σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα και έριξε μια ματιά προς το άγαλμα. Το άγαλμα, κάποιος Κεφάλας, κάτι τέτοιο, ήταν στη θέση του, ακίνητο, να παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω με αμηχανία.

- Δε σου έχω πει εκατό φορές να μη φτιάχνεις παραμύθια με το μυαλό σου; είπε ο πατέρας αυστηρά στο γιο του. Εκεί είναι το άγαλμα, δεν το βλέπεις;

- Δε λέω γι αυτόν κύριο, μπαμπά, για τον άλλον λέω. Αυτόν εκεί στη γωνία που φεύγει.

Ο Αλέξανδρος άνοιξε το βήμα του και απομακρύνθηκε βιαστικά. Γεια σου Τάσο, ψιθύρισε για τελευταία φορά.

- Δεν βλέπω κανέναν κι έχω θυμώσει πολύ με τα καμώματά σου. Γρήγορα, πάμε σπίτι.


Στις διακοπές μου άκουγα συνεχώς από τα χείλη του τρίχρονου γιου μου την ερώτηση «Μπαμπά, γιατί δεν μιλάει το άγαλμα;». Δε θα του ξαναπώ ποτέ: «Τα αγάλματα δεν μιλάνε, γιατί είναι από μάρμαρο. Πώς λοιπόν να μιλάνε;». Θα του λέω απλώς οτι εγώ ποτέ δεν έχω ακούσει άγαλμα να μιλάει.
Πήλιο, Αύγουστος 2001

<<       >>