Ενδέκατο Σημάδι:
Μαρμάρινα Βήματα
Πρώτο μέρος

 
 

Σκουλενίου και Ελευθερίας γωνία, βρίσκεται ένα μικρό πάρκο. Στο κέντρο της Αθήνας, ένα μικρό πάρκο με λίγα δέντρα, δύο παγκάκια και ένα άγαλμα. Ένας ακόμα ήρωας, ευεργέτης της πατρίδας ίσως, ποιος ξέρει, που η μοίρα τον μαρμάρωσε και τον έστησε ανάμεσα σε συνταξιούχους που περνάνε την ατέλειωτη ώρα που έχουν στην διάθεσή τους και παιδιά που αναζητούν εναγωνίως λίγο χώρο σ' αυτήν την πόλη για να κάνουν ποδήλατο.

Στημένος εκεί, ο Αλέξανδρος Κεφάλας, ένας ήρωας της επανάστασης του '21, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να κοιτάζει μέσα από το μαρμάρινο βλέμμα του τον κόσμο τριγύρω με αμηχανία.

- Δε μου λες βρε Ευτέρπη, τόσα χρόνια ερχόμαστε σ' αυτό το πάρκο και δε σε έχω ρωτήσει ποτέ: Τον ξέρεις αυτόν που του έχουν κάνει άγαλμα; Από την πολυκαιρία, ούτε το όνομά του φαίνεται, ούτε τίποτα. Καλά κι αυτοί οι χριστιανοί, στήνουν ένα άγαλμα και μετά το παρατάνε στην τύχη του...

- Δεν ξέρω τ' όνομά του, Αλκμήνη μου, αλλά η μητέρα μου μούλεγε οτι ήταν ήρωας του '21. Όχι από τους πολύ γνωστούς, αλλά παλικάρι μεγάλο.

- Και πώς και του έστησαν άγαλμα στην περιοχή μας;

- Άκουσα οτι υπήρχε ένα δημοτικός σύμβουλος που έμενε εδώ κοντά κι έλεγε οτι αυτό το παλικάρι ήταν πρόγονός του. Αυτός ο κύριος, φαγώθηκε να του στήσει άγαλμα. Και μόλις το άγαλμα στήθηκε, ο κύριος σύμβουλος εξαφανίστηκε. Κι έτσι το καημένο το παλικάρι έμεινε εδώ σαν αγρίμι, χωρίς κανένας να ξέρει τίποτα γι αυτό.


Ο μικρός σταμάτησε το ποδήλατό του μπροστά στο άγαλμα και το κοίταξε:

- Μπαμπά, γιατί δεν μιλάει το άγαλμα;

- Αφού είναι από μάρμαρο το άγαλμα, γιε μου. Μπορεί να μιλάει ένα άγαλμα από μάρμαρο; Δε μπορεί.

Το παιδάκι ξανακοίταξε προς το άγαλμα. Η απάντηση του πατέρα του δεν το είχε ικανοποιήσει απόλυτα, αλλά πάντως, επειδή είχε ακούσει τα ίδια λόγια πολλές φορές στην ίδια ερώτηση, έκρινε οτι δεν υπήρχε λόγος να επανέλθει στο θέμα. Τα αγάλματα δεν μιλάνε, ας μείνει εκεί το θέμα, άλλωστε τώρα ήταν ώρα για ποδήλατο.


Εκείνο το βράδυ το παρκάκι ήταν άδειο. Ούτε οι συνήθεις ύποπτοι, οι συνταξιούχοι και τα παιδιά, είχαν περάσει σήμερα. Ο Αλέξανδρος Κεφάλας στεκόταν στο ίδιο σημείο, περήφανος, αλλά μόνος, τόσο μόνος. Ο φθινοπωρινός αέρας μετακινούσε τα φύλλα από τα δέντρα, σα μικρό παιδί που μεταφέρει εδώ κι εκεί τα παιχνίδια του.

Κοίταξε δειλά τριγύρω του. Καμία ένδειξη ζωής. Κούνησε διστακτικά τα πόδια του και αισθάνθηκε, για πρώτη φορά, μια μικρή κινητικότητα στα μουδιασμένα από την παντοτινή ακινησία μέλη του.

Αποφάσισε να φανεί αποφασιστικός, άλλωστε αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερά του προτερήματα που τον είχαν κάνει να διακριθεί στον αγώνα του '21 και να γίνει ήρωας. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα, πόσο διαφορετικά τα περίμενε...

Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από το δυνατό τράνταγμα: Ανασηκώθηκε και κοίταξε πίσω του προς το χώρο όπου βρισκόταν το άγαλμά του: Η βάση ήταν άδεια, άρα...

Το μυαλό του έκανε αστραπιαία σκέψεις και υπολογισμούς. Δεν υπήρχε αμφιβολία, είχε βρεθεί στο έδαφος, αφήνοντας τη θέση του πάνω στη βάση του αγάλματος, άδεια. Ήταν, άραγε, σωστό αυτό, να παρατήσει το πόστο του, να αφήσει αφύλακτη τη θέση που του είχαν εμπιστευτεί οι Κυβερνήτες της Πατρίδας; Αλλά πάλι, τόσα χρόνια, ποιος του έδωσε ποτέ σημασία; Όλοι περνούσαν από μπροστά του αδιάφορα, κανείς ποτέ δε αξιώθηκε να τον κοιτάξει έστω για μια στιγμή. Μόνο εκείνες οι ηλικιωμένες γυναίκες και κάποια παιδιά που έκαναν ποδήλατο εκεί κοντά, μόνον αυτοί.

Η αίσθηση οτι μπορούσε να κινήσει τα μέλη του ήταν πολύ ηδονική. Κάτι τόσο καθημερινό, τόσο ασήμαντο αν το έχεις μπροστά σου, αλλά τόσο μεγαλειώδες αν το έχεις στερηθεί για... θάταν περίπου 160 χρόνια που είχε πεθάνει και καμιά 20αριά που τον είχαν τιμήσει, τιμωρήσει μάλλον, σε αυτήν την μαρμάρινη φυλακή.

Άνοιξε το βήμα του, ρίχνοντας πίσω του μια τελευταία κλεφτή ματιά στο πάρκο. Ήταν έρημο.

Προχώρησε προς την γωνία. Τόσα χρόνια άκουγε φασαρία πίσω από αυτήν τη γωνία, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει σε τί οφειλόταν. Και να τώρα που είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει. Στρίβοντας, είδε μια μεγάλη ομάδα από νεαρά άτομα να είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Κάτι περίμεναν, ασφαλώς, ειδάλλως δεν είχαν λόγο να βρίσκονται εκεί. Έμεινε υπομονετικά στη θέση του για να διαπιστώσει τί ήταν αυτό που περίμεναν οι νέοι. Δεν είχε σαφή αίσθηση του χρόνου που πέρασε, αν και τόσα χρόνια κλεισμένος στην μαρμάρινη φυλακή του, είχε κάνει ασκήσεις υπολογισμού του χρόνου. Έμεινε σε μια άκρη για.. θα πρέπει να ήταν περισσότερο από είκοσι λεπτά, ήταν σίγουρος γι αυτό, αλλά δεν διαπίστωσε καμμιά αλλαγή. Τα νέα άτομα ήταν ακόμα εκεί, περιμένοντας κάτι που δε ερχόταν, χωρίς να δίνουν ο ένας σημασία στον άλλον. Κάπου-κάπου άλλαζαν μερικές κουβέντες αλλά, παρά το γεγονός οτι απηύθυνε ο ένας τον λόγο στον άλλο, ποτέ δεν κοιτάζονταν στα μάτια. Πώς μπορείς να καταλάβεις αν ο άλλος κατάλαβε τί του είπες, αν δεν τον κοιτάξεις στα μάτια; Ίσως βρισκόταν έξω από το πνεύμα της εποχής, δεν μπορείς φαίνεται να καταλάβεις τί συμβαίνει παρατηρώντας κάποια άτομα, τα ίδια άτομα, που μάλιστα πιθανότατα δεν είναι αντιπροσωπευτικά της εποχής τους, κάθε μέρα, στο ίδιο μέρος, να λένε τα ίδια πράγματα. Ας είναι, δεν έφταιγε αυτός, ο ίδιος εξάλλου τόσον καιρό δεν μπορούσε να μετακινηθεί, οι άλλοι όμως μπορούσαν να έρθουν στο πάρκο αν ήθελαν.

Δε θα έπρεπε να μείνει στο ίδιο σημείο για περισσότερη ώρα. Δεν ήξερε εξάλλου τί ακριβώς του είχε συμβεί και για πόσο χρόνο θα ήταν ελεύθερος από την μαρμάρινη φυλακή του. Αποφάσισε να προχωρήσει προς την είσοδο αυτού του μέρους, ίσως μέσα να υπήρχε κάτι πιο ενδιαφέρον.

Σπρώχνοντας ελαφρά τους νεαρούς που έφραζαν την είσοδο, προχώρησε αποφασιστικά. Το είπαμε αυτό εξάλλου, η αποφασιστικότητα ήταν ίδιον της προσωπικότητάς του, και ίσως σ' αυτήν οφειλόταν σε κάποιο βαθμό η -τιμητική πάντως- μαρμάρινη φυλακή του.

- Πρόσεξε βρε σούργελο, με πάτησες, του φώναξε ένας από τους αναίτια αναμένοντες νεαρούς. Τώρα πια είχε φτάσει στην είσοδο του καταστήματος, δεν υπήρχε δυνατότητα υποχώρησης.

Μια πυκνή ομίχλη κάλυπτε τον χώρο όπου είχε εισχωρήσει, μια ομίχλη που του θύμισε πεδίο μάχης όπου μόλις είχαν βάλλει κανόνια. Και ο ήχος όμως, θύμιζε πραγματικά την κλαγγή των όπλων στη μάχη σώμα με σώμα. Μόνο που δεν έβλεπε σώματα διασκορπισμένα τριγύρω, εκτός από ένα-δύο νέους που φαίνονταν να έχουν χάσει τις αισθήσεις τους. Ποιος ξέρει, είχαν τραυματιστεί ή δεν άντεξαν την ένταση της μάχης, φαίνεται οτι αυτό δεν άλλαζε, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει από τις δικές του εποχές.

Προχωρώντας προς τα ενδότερα, αισθάνθηκε πάνω του το βλέμμα ορισμένων από τα άτομα που τον περιέβαλαν. Ίσως τον είχαν αναγνωρίσει...πόσα χρόνια περίμενε αυτήν την αναγνώριση για το αγώνα του!

- Οι απόκριες είναι σε δυο μήνες φίλε. Βιάζεσαι, πολύ βιάζεσαι, του είπε μια νεαρή που κρατούσε στα χέρια της έναν δίσκο με κεράσματα για τους καλεσμένους της βραδιάς.

Αν και δεν κατάλαβε το ακριβές νόημα των όσων του είχε πει η φιλόξενη νέα, της χαμογέλασε και προχώρησε ακόμα περισσότερο. Είχε πια φθάσει στο τέλος του δωματίου και σταμάτησε για να κοιτάξει τριγύρω του: στο σημείο που βρισκόταν, η μάχη ήταν μάλλον σε ύφεση. Αναζήτησε ένα κάθισμα, είχε πολλά χρόνια να περπατήσει και οι αντοχές του δεν ήταν μεγάλες. Δεν υπήρχε όμως κανένα διαθέσιμο, όλα ήσαν κατειλημμένα. Αναστέναξε και ετοιμάστηκε να αποχωρήσει, αισθανόταν μια κούραση που ολοένα μεγάλωνε.

- Έι φίλε, σ' εσένα λέω, εσένα με το ντύσιμο, τώρα να το πω Λουί-κενζιέμ, να το πω Γαλλική επανάσταση, να το πω μεταμοντέρνο, δεν ξέρω από μόδιστρους ρε παιδί μου, εσύ με το μουστάκι, τέλος πάντων!

Παρά το γεγονός οτι ο Αλέξανδρος Κεφάλας άκουγε την γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι επισκέπτες του πάρκου και φρόντιζε να είναι, στα πλαίσια του δυνατού, ενημερωμένος για τα γλωσσικά ιδιώματα της εποχής, δεν κατάφερε να καταλάβει το νόημα των λέξεων που άκουσε. Αισθάνθηκε μόνο οτι κάποιος του απηύθυνε το λόγο και αυτό τον έκανε να γυρίσει: σε ένα απόμερο τραπέζι καθόταν μόνος ο νέος άνδρας που του μίλησε. Είχε στα μάτια του ένα βλέμμα μελαγχολίας και φόβου, ο Αλέξανδρος Κεφάλας είχε μάθει να διακρίνει αυτό το βλέμμα πολύ καλά στα πεδία των μαχών.

- Δείχνεις φοβισμένος, τί σου συμβαίνει; τον ρώτησε ο Αλέξανδρος. Τα μάτια σου είναι θολά και τα χείλη σου τρέμουνε, γιατί;

- Είναι μεγάλη ιστορία, χρειάζεται πολύς χρόνος. Εγώ πάντως τον έχω, δεν ξέρω για εσένα. Κάτσε αν θέλεις, του είπε ο νεαρός σπρώχνοντας ένα κάθισμα που λες και ήταν κρυμμένο κάτω από το τραπέζι.

Ο Αλέξανδρος πλησίασε με ανακούφιση το τραπέζι και κάθισε στο κάθισμα.

- Με λένε Αναστάση αλλά οι φίλοι, όταν είχα δηλαδή, με φώναζαν Τάσο.

- Ονομάζομαι, ονομαζόμουν για την ακρίβεια, Αλέξανδρος Κεφάλας.

- Θέλεις και εσύ απ' ότι καταλαβαίνω να ρίξεις μια μούντζα πίσω σου, Αλέξανδρε. Είμαστε στην ίδια κατάσταση, νομίζω ότι εμείς συνεννοούμαστε πολύ καλά. Αλλά... για στάσου, το πρόσωπό σου μου είναι πολύ γνωστό, σ' έχω ξαναδεί εσένα, είμαι σίγουρος. Μένεις εδώ κοντά;

- Μένω, τρόπος του λέγειν, ας πούμε οτι πέρασα πολλά χρόνια στο παρακείμενο πάρκο, Ελευθερίας ονομάζεται. Δεν ξέρω αν το έχεις υπόψιν σου...

- Δεν ξέρω αν λέγεται Πάρκο Ελευθερίας, αλλά αν μιλάς γι αυτό το μικρό, μελαγχολικό παρκάκι που βρίσκεται στο διπλανό στενό, το ξέρω, μένω ακριβώς απέναντι. Αχούρι δηλαδή το σπίτι, αλλά μου το άφησε η μάνα μου κι εξάλλου δεν έχω μία για να πάω αλλού. Κοίτα σύμπτωση, μένουμε δίπλα και δεν είχε τύχει ποτέ να συναντηθούμε. Το πρόσωπό σου πάντως μου είναι πολύ γνωστό.

- Πολύ φασαρία έχει αυτό το μέρος Τάσο, άκουγα βέβαια τη φασαρία από το πάρκο, αλλά δεν είχα μπει ποτέ μέσα.

- Μη σε ανησυχεί, σε λίγη ώρα οι πιο πολλοί θα φύγουνε, θα πάνε αλλού να συνεχίσουν το βράδυ τους. Το μέρος θα ηρεμήσει, θα μπορούμε να μιλάμε. Με συγχωρείς μια στιγμή Αλέξανδρε.

Ο Τάσος σηκώθηκε με ένα ελαφρό τρέκλισμα και κατευθύνθηκε προς την άλλη μεριά της αίθουσας. Κάποια στιγμή σταμάτησε και έπιασε την κουβέντα με έναν άνθρωπο που βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας. Πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής αυτός, γιατί κάθε τόσο σταματούσαν θαμώνες και συζητούσαν μαζί του. Ο Τάσος ύψωσε ικετευτικά τα χέρια του προς τον ουρανό και έκανε ένα μια χειρονομία απογοήτευσης. Ο άνδρας φάνηκε να συγκινείται από την αντίδραση του Τάσου, πήρε με ευγένεια κάτι που του έδωσε αυτός από την τσέπη του και, προφανώς, σε μια κίνηση αβρότητας του προσέφερε έναν φάκελο που έβγαλε από το παλτό του. Στη συνέχεια, έπιασε τον Τάσο απ΄ το πρόσωπο και κάτι του είπε. Τον νουθετεί προφανώς, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος, σαν μεγαλύτερός του που είναι. Ο Τάσος απεγκλωβίστηκε από τις νουθεσίες (;) του αγνώστου, πήρε τον φάκελο που του προσφέρθηκε και εξαφανίστηκε βιαστικά στο βάθος της αίθουσας.

Όλα αυτά φαίνονταν τόσο παράξενα στον Αλέξανδρο αλλά βέβαια δεν είχε απαίτηση να καταλάβει τί συνέβαινε δίπλα του από τη μια στιγμή στην άλλη. Του αρκούσε που μπορούσε να περπατά πάλι, να μιλά με άλλους ανθρώπους, ακόμα κι αν αυτοί έδειχναν απόμακροι. Και τα δικά του χρόνια εξάλλου οι άνθρωποι ήταν έτσι. Όταν άκουγε τις ηλικιωμένες γυναίκες στο πάρκο να οδύρονται για το κατάντημα του κόσμου, ήθελε να τους φωνάξει ότι πάντα έτσι ήταν, ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο ίσως ο περιβάλλων χώρος. Οι άνθρωποι είναι πάντα ίδιοι. Ποτέ όμως δεν μπόρεσε να ακουστεί η φωνή του, ποτέ κανείς δεν πλησίασε το αυτί του στο στόμα του για να ακούσει τα λόγια του. Κανείς ποτέ δεν του έδωσε σημασία.

Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από το χέρι του Τάσου που, τρέμοντας, άγγιξε την πλάτη του. Ο Τάσος φορούσε το έκπληκτο βλέμμα της μεγάλης αποκάλυψης που είχε κάνει:

- Θυμήθηκα πού σε ξέρω εσένα, φίλε. Είσαι το άγαλμα που έχουν στημένο εδώ πιο κάτω. Είσαι το άγαλμα, που κατέβηκε, περπατάει και μιλάει. Τ' ακούτε όλοι, φώναξε προς τους διπλανούς του, μιλάω μ' ένα άγαλμα, ελάτε να σας το γνωρίσω!


>>