Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Πιάνα που κρέμονται από το ταβάνι

 
 

.. κι άλλες ιστορίες που -άδικα- κλονίζουν τη σχέση γονέως-παιδιού

- Και πώς είπες οτι ήταν αυτό το...

- Πιάνο, ήταν μαμά! Πιάνο σαν αυτό που έχει η γιαγιά στο σαλόνι της. Ακριβώς ίδιο, μόνο που ήταν ανάποδα!

- Ανάποδα; Μα τι είναι αυτά που λες, χρυσό μου; Ακούς εκεί, ανάποδα το πιάνο!

- Αλήθεια σου λέω, μαμά...

- Σου έχω πει χίλιες φορές να μη λές ψέματα στη μαμά.

Έπιασε με ένα εύθραυστο αλλά γεμάτο απόγνωση ύφος το μέτωπό της: αυτό το παιδί είχε στ' αλήθεια καλπάζουσα εικονοπλασία του περίγυρου, όπως έλεγε και ο αγαπημένος της καθηγητής στο Λύκειο. Είναι χαριτωμένες οι εικόνες που πλάθουν τα παιδικά μυαλά, αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που πρέπει ένας γονέας να διαχειρίζεται τις φαντασιώσεις του παιδιού του, όσο αθώες κι αν φαίνονται με την πρώτη ματιά.

Σήμερα, ένα πιάνο που κρέμεται από το ταβάνι... αύριο, τί;

Ήταν παράξενο παιδί η μικρή, δεν υπήρχε αμφιβολία γι αυτό. Όχι παράξενο, ιδιαίτερο, αυτή ήταν η λέξη. Όσο τα άλλα παιδιά της ηλικίας της περνούσαν ώρες μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας τις βίαιες αηδίες που σέρβιραν αφειδώς στις ευαίσθητες ψυχές τους, η Μάρθα έδειχνε μια ανεξήγητη ροπή προς κανάλια που προωθούσαν εικαστικά θέματα... είναι δυνατόν ένα παιδί οκτώ ετών να επιλέγει το TV5 ή το Arts Channel;

Την κολάκευε αυτό το γεγονός την Ντέπυ. Την ανησυχούσε όμως, κι όλας.

Σκέφτηκε οτι δεν ήταν σωστός ο τρόπος που συμπεριφέρθηκε στη Μάρθα. Την πλησίασε τρυφερά, της χάιδεψε τα μαλλιά και την κοίταξε με τρυφερότητα.

Αιφνιδιασμένη από την απότομη στροφή της συμπεριφοράς της μητέρας της και την επίθεση τρυφερότητας, η Μάρθα την κοίταξε με απορία:

- Τί, μαμά;

- Τίποτα, απλώς σκεφτόμουν πόσο σε αγαπώ και πόσο υπέροχο παιδί είσαι...

Η Μάρθα κατέβασε ντροπαλά τα μάτια της.

... ακόμα κι αν μερικές φορές μου λες πράγματα απίθανα. Ναι, ναι, μη με κοιτάς με απορία, εσύ δε μου είπες για το πιάνο που κρεμόταν από το ταβάνι;

- Ναι, κρεμόταν κι έπαιζε και μουσική μάλιστα.

- Τι είδους μουσική, Μάρθα μου;

- Παράξενη, μαμά. Σα δίσκος χαλασμένος ακουγόταν. Κι όχι μόνο αυτό...

- Τι, έχει κι άλλο;

Η Ντέπυ αισθάνθηκε οτι η Μάρθα την δούλευε ψιλό γαζί. Όχι, κάτι τέτοιο δεν το άξιζε! Μπορεί να δούλευε πολύ και να έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι της, αλλά είχε φροντίσει να μη λείπει τίποτα από τη μονάκριβή της κόρη. Τους καλύτερους παιδαγωγούς είχε στη διάθεση της Μάρθας και δεν υπήρχε καινούργιο παιχνίδι που να μην της το φέρει η γιαγιά (τα είπαμε αυτά, η Ντέπυ δούλευε πολλές ώρες κι έτσι ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιεί τη γιαγιά για την παράδοση των δώρων... υπάρχει τίποτα κακό σ' αυτό μήπως;)

Αλλά έχει και η υπομονή τα όριά της! Πιάνα που κρέμονται από το ταβάνι και παίζουν μουσική σα χαλασμένος δίσκος, αυτό πήγαινε πολύ.

Ώρα για ύπνο, Μάρθα. Εγώ προσπαθώ να μιλήσω μαζί σου σα να ήσουν μεγάλη κι εσύ προσπαθείς να μου αποδείξεις οτι είσαι μωρό.

Δεν είμαι μωρό, μαμά, μεγάλη είμαι. Είμαι μεγάλη και σου λέω αλήθεια. Το είδα το πιάνο και ξέχασα να σου πω και κάτι... πολύ σημαντικό!

Αυτό είναι, θα με αποτελειώσει τώρα, σκέφτηκε η Ντέπυ. Με σχεδόν τρεμάμενη φωνή και ένα φοβισμένο βλέμμα τη ρώτησε:

Τί είναι αυτό το τόσο σημαντικό που ξέχασες, χρυσό μου;

Αυτό το πιάνο ήταν σα να είχε φάει κάτι τεράστιες οδοντογλυφίδες, μαμά. Βγαίναμε από το στόμα του, ίσως προσπαθούσε να τις μασήσει, δεν είδα καλά!

Στην περιγραφή του άγριου πιάνου που κρεμόταν από το ταβάνι και μασούσε τεράστιες οδοντογλυφίδες, η Ντέπυ άρπαξε τρυφερά (με μια μικρή δόση αποφασιστικότητας-βιαιότητας) τη Μάρθα και κατεθύνθηκε προς το δωμάτιό της.

Λοιπόν, αν μου υποσχεθείς ότι δε θα ξαναδείς αυτό το ανάποδο πιάνο, μπορείς να κοιμηθείς με τη μαμά σήμερα το βράδυ.

Ναι, θέλω πολύ να κοιμηθώ στο κρεββάτι σου, μαμά, αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δε θα ξαναδώ αυτό το πιάνο.

Γιατί δε μπορείς να μου το υποσχεθείς;

Γιατί μπορεί να το ξαναδείξει η τηλεόραση...

'Αρχισε να βλέπει αυτά τα ανόητα παιδιά κανάλια που τραυματίζουν την παιδική φαντασία με κάθε λογής σαχλαμάρες, σκέφτηκε η Ντέπυ.


Η Μάρθα δεν ξαναμίλησε ποτέ για πιάνα που κρέμονταν από το ταβάνι. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Γενικά, η Μάρθα μιλούσε λιγότερο τον τελευταίο καιρό. Μήπως την είχε ενοχλήσει που η μητέρα της δεν την πίστευε και έδειχνε να αμφιβάλλει γι αυτά που της έλεγε;

Κουρασμένη η Ντέπυ έγειρε στον καναπέ. 'Αλλη μια δύσκολη μέρα στη δουλειά που τελείωνε με ένα πρόχειρο δείπνο μπροστά στην τηλεόραση του σπιτιού της. Τα μάτια της έκλειναν, τ' αυτιά της βούηζαν, είχε φθάσει η ώρα να πάει για ύπνο.

Σηκώθηκε να πιάσει το τηλεκοντρόλ για να δώσει τέλος στο βαρετό κανάλι που όπως τη νανούριζε θαυμάσια.

Λίγο πριν πατήσει το κουμπί, αντίκρισε κάτι που την έκανε να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της.

Στο μυαλό της ήρθε η περιγραφή του τέρατος που της είχε κάνει η Μάρθα πριν από μερικές μέρες.... «ένα πιάνο, κρεμασμένο από το ταβάνι, με κάτι σαν οδοντογλυφίδες μπροστά στο στόμα του»... κάτι τέτοιο είχε πει η Μάρθα.

Δυνάμωνε τον ήχο της τηλεόρασης για να ακούσει τον ήχο του ντοκυμαντέρ που προβαλόταν στην οθόνη: ένας απόκοσμος ήχος έφτασε στ' αυτιά της, ένας αδιευκρίνιστος ήχος σαν από μαγνητόφωνο που είχε μασήσει την ταινία. Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξή της διάβασε στο κάτω μέρος της οθόνης:

Tate Modern Museum, London.

Ώστε αυτό ήταν το πιάνο-τέρας που είχε δει η Μάρθα!



Concert for Anarchy, Rebecca Horn
 
     

<    >    ^