ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Ο ύπνος του αδίκου

 
 

Το χτύπημα στην πόρτα ήταν επίμονο... περίεργο: ποιος θα μπορούσε να είναι; Δεν είχε συνηθίσει να δέχεται επισκέψεις στο σπίτι του, για την ακρίβεια αμφέβαλλε αν γνώριζε κανείς ότι έμενε εκεί.

Δεν είχε δώσει δικαιώματα σε κανέναν, δεν είχε ζητήσει ποτέ την βοήθεια κανενός και, προφανώς, δεν είχε δώσει και αυτός τη δική του βοήθεια ποτέ, πουθενά.

Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι. Ίσως ήταν ιδέα του ότι κάποιος χτύπησε την πόρτα, ίσως πάλι κάποιος είχε χτυπήσει κατά λάθος, κάποιος μεθυσμένος, κάποιος που μέσα στην άγρια νύχτα κατάλαβε πόσο σκληρή ήταν η ζωή και αναζητούσε κάποιον άλλο για να πάρει κουράγιο. Αν ήταν έτσι, δε μπορούσε να κάνει λίγο υπομονή και να αναζητήσει βοήθεια κάποια πρωινή ώρα, ήταν ανάγκη να ενοχλεί μέσα στη νύχτα την ώρα που ο κόσμος αναπαύεται φορώντας τις πυτζάμες του; Δεν μπορούσε να έρθει κάποια άλλη στιγμή... ή καλύτερα, δε μπορούσε να μην ξαναέρθει και να τον αφήσει στην ησυχία του;

Έμεινε ανασηκωμένος στο κρεβάτι του. Το χτύπημα δεν επαναλήφθηκε, ίσως ο ενοχλητικός επισκέπτης το είχε πάρει απόφαση και είχε φύγει. Ένα ύφος ανακούφισης σχηματίστηκε στο πρόσωπό του... σιγά-σιγά, το ύφος έγινε ύφος μελαγχολίας: ποιος θα μπορούσε να ασχοληθεί μαζί του στη μέση της νύχτας; Ποιος θα μπορούσε να ασχοληθεί μαζί του οποιαδήποτε στιγμή;

Μια εικόνα που δεν έγινε ποτέ κείμενο, ποίημα, τραγούδι, ούτε καν χαμόγελο με νόημα. Μια κίνηση αγάπης -ή έστω μίσους!- που δεν κατάφερε να ξεπεράσει το όριο του στιγμιαίου, ελαφρού τσιμπήματος στην καρδιά.

Μια στιγμή που μας χτυπάει την πόρτα και περιμένει με αγωνία να της ανοίξουμε και να της δώσουμε βήμα στο φως.

Κι όμως, εμείς κρατάμε την πόρτα κλειστή. Ίσως γιατί είμαστε βυθισμένοι στα ασήμαντα προβλήματα της καθημερινότητας που ευλαβικά αναπαράγουμε και επανατροφοδοτούμε στη συνείδησή μας. Ίσως πάλι φοβόμαστε να προσυπογράψουμε αυτά τα συναισθήματα, να δώσουμε φωνή σε βαθιές ανησυχίες που μάλλον είναι καλύτερο να μείνουν σε ύπνωση. Σε κάθε περίπτωση, δε μπορώ να δεχτώ ότι όλες αυτές οι νότες από το τραγούδι της ζωής χάθηκαν μόνο και μόνο επειδή χτύπησαν την πόρτα μας ενώ ήταν περασμένα μεσάνυχτα και δε θέλαμε να διακόψουμε τον ύπνο του αδίκου.

Υ.Γ. Αναρωτιέμαι, όλες αυτές οι εικόνες που δεν καταγράφηκαν με οποιοδήποτε τρόπο κι έμειναν στη μνήμη σαν ξεθωριασμένες, αναμνήσεις από κάτι που δε συνέβη ποτέ, είναι χαμένες για πάντα;

 
 

^