1   2


Έρημος: (η) ουσ. μεγάλη έκταση γης ακατοίκητη (που δεν κατοικήθηκε ή δεν κατοικείται | ακατάλληλος για κατοικία) και άνυδρη (χωρίς νερό ή χωρίς αρκετό νερό: άνυδρη γη | χωρίς βροχή)
(ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΥ-ΦΥΤΡΑΚΗ)



Δε γνωρίζω έκταση γης μεγαλύτερη από τον κόσμο μας, έναν κόσμο που έτσι όπως έχει γίνει, μπορεί να είναι η μοναδική λύση που έχουμε για παραμονή, αλλά για κατοικία πάντως είναι ακατάλληλος. Κι αν το νερό της ζωής δεν ορίζεται σαν το υγρό στοιχείο της φύσης που είναι αναγκαίο για την επιβίωσή μας -σήμερα! γιατί αύριο ίσως υπάρχουν υποκατάστατα- αλλά σαν οι χυμοί της ζωής, τότε αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει εκτός από ακατοίκητος είναι και άνυδρος, αφού όσο περνάει ο χρόνος, οι πηγές με τους χυμούς στερεύουν.
Κι εμείς, συνωστιζόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στην έρημο του σύμπαντος, έρημοι κι οι ίδιοι και καταδικασμένοι να διάγουμε το βίο μας σε μια μοναξιά που κρύβεται κάτω από δυνατά γέλια και ένα ωρολόγιο πρόγραμμα γεμάτο από άδεια πράγματα.
Ευχαριστώ τη φίλη μου Έφη Γανιάρη που μου παραχώρησε αυτές τις φωτογραφίες από ένα πρόσφατο ταξίδι της στη Νότια Αλγερία, στον Τροπικό του Καρκίνου, στο κέντρο της Σαχάρα. Παραχωρώντας μου τη χρήση των φωτογραφιών, η Έφη ξύπνησε αγωνίες μου που κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου, τους έδωσε φωνή μέσα από τα σύντομα κείμενα και τις έντυσε με εικόνες.


1.

Κι όταν η λαχτάρα για νερό
ξεδίψασε,
Η δίψα μεγάλωσε.
Δεν ήταν για νερό η λαχτάρα
Για Φως ήταν.
Τι να κάνω ξεδίψαστος
Μέσα στο σκοτάδι;

2.

Γύρισε απότομα, τόσο απότομα που και η ίδια του η σκιά αιφνιδιάστηκε. Τάχασε, τρεμόπαιξε αβέβαια αλλά τελικά τον ακολούθησε μουρμουρίζοντας.

Πώς είχε βρεθεί εδώ, στη μέση του πουθενά, χωρίς κανένας να ξέρει πού να τον αναζητήσει; Αλλά και πάλι, ποιος να τον αναζητήσει μέσα σε τόσα δισεκατομμύρια κόκκους άμμου που έμοιαζαν απαράλλακτα κι όμως κάθε ένας τους ήταν διαφορετικός;

Κοίταξε γύρω του μελαγχολικά: Είτε βρισκόταν στο κέντρο της πιο πολυσύχναστης πλατείας της πόλης του, στο πιο απάτητο σημείο της ερήμου ή στο βαθύτερο άκρο του ωκεανού, το ίδιο μόνος αισθανόταν. Απ΄ αυτή τη μοναξιά προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει κι η έρημος θα μπορούσε να είναι μια καλή ευκαιρία να την ξεπεράσει...

'Ακουσε τον μελωδικό ήχο της σιωπής. Σαν το τραγούδι της σειρήνας που σε υποβάλλει και σε κυριεύει. Και ξαφνικά, σαν διάτονη αναλαμπή μεγάλης έντασης που ξεκίνησε από τον ουρανό και προσγειώθηκε σαν κεραυνός πάνω του, αντίκρισε με τρόμο την αλήθεια: δεν ανήκε εδώ, η ηρεμία που είχε αρχίσει να αισθάνεται θα μπορούσε να τον θέσει εκτός τροχιάς και να επιταχύνει το ταξίδι προς την αυτογνωσία, φτάνοντας τη ζωή του στο τέλος του νήματος.

Δεν ήταν έτοιμος γι αυτό, έπρεπε να γυρίσει πίσω στον τόπο του χωρίς να χάσει ούτε λεπτό!

Εκεί, μέσα στη μοναξιά των στοιβαγμένων ανθρώπων, αισθανόταν πιο ασφαλής...