(Μπα)ρόκ συναντήσεις μέσα στον καπνό

Βενετία, χίλια επτακόσια και κάτι... Αθήνα, δύο χιλιάδες και κάτι. Δύο στάσεις στον χωρόχρονο, τόσο μακρινές... που όμως η πέννα τις φέρνει δίπλα-δίπλα πάνω σε μια λευκή κόλλα χαρτί.

Ένας μεγάλος (;) μπαρόκ συνθέτης *, από την μια πλευρά, σύγχρονος του Vivaldi, που έχει μείνει στην ιστορία της μουσικής για λάθος λόγο. Ένας σύγχρονος ροκ μουσικός, από την άλλη, που καλπάζει με σιγουριά προς τη λήθη στο μουσικό στερέωμα.

Δύο μουσικοί, που αισθάνονται αδικημένοι από τον τρόπο που τους αντιθμετωπίζει το κοινό, για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Ο ένας, ο μπαρόκ, γιατί το έργο του που τον άφησε στην αιωνιότητα... δεν ήταν δικό του! Για την ακρίβεια, το υπέροχο Adagio του στην πραγματικότητα απλά βασίστηκε σε ένα δικό του απόσπασμα που είχε αφήσει ημιτελές. Ο άλλος, ο ροκ, νοιώθει αδικημένος γιατί είναι αναγκασμένος να συνθέτει «σκουπίδια ελευθέρας βοσκής» όπως αποκαλεί τα ρυθμικά τουρκοτσιφτετέλια του που ανυψώνουν την αθάνατη Ελληνική ψυχή στον ουρανό και τα καλλίγραμμα νεανικά σώματα στα τραπέζια.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε αυτό: ζαλισμένος από το ποτό και τις «επιταχυντικές» ουσίες που κάνουν όλες τις κινήσεις τόσο αργές, μέσα στο σκοτάδι του νυχτερινού κέντρου και τη θολούρα του καπνού, μιλούσε τακτικά με άγνωστους και τους άνοιγε την καρδιά του. Δεν χρειαζόταν συστάσεις, ένα μουγκρητό σε τακτά διαστήματα που επιβεβαίωνε ότι ο «συνομιλητής» του ήταν ακόμη εκεί, του έδινε το πράσινο φως να συνεχίσει.

Χαμένες λέξεις που αιωρούνταν στη θολή ατμόσφαιρα... Ακινησία μέσα στον καπνό. Κάπου-κάπου, σα ναρκωμένος κυνηγός πεταλούδων, ξυπνούσε στιγμιαία από τον λήθαργό του και με την απόχη του άρπαζε μια βολική λέξη σα να ήταν πεταλούδα που είχε μείνει ακίνητη.

- Που λες, φίλε μου, είμαι τριάντα χρονών και αισθάνομαι σα να είμαι τριακοσίων τριάντα....

- Εγώ πάλι θα ήμουν τριακοσίων τριάντα αλλά αισθάνομαι σα να ήμουν τριάντα! Σε ακούω όμως με ιδιαίτερη προσοχή, αντιλαμβάνομαι ότι στον χώρο που βρισκόμαστε χαίρεις μεγάλης εκτιμήσεως. Βλέπω πώς σου φέρονται οι νεαρές κυρίες που αποθέτουν λουλούδια στο τραπέζι σου... για να σε τιμήσουν, ασφαλώς!

- Αμφιβάλλω αν τα εννοείς αυτά, μάλλον τα λες από ευγένεια... αλήθεια, πώς μπορεί ένας άνθρωπος να είναι ευγενής μέσα σε έναν τέτοιο χώρο;

- Γιατί σου κάνει εντύπωση; Η ευγένεια είναι αποτέλεσμα της καλλιέργειας που παίρνεις από την οικογένεια.

- Ναι, ναι... οικογένεια, όλοι μια μεγάλη οικογένεια είμαστε εδώ μέσα! Αλλά είμαι πολύ απογοητευμένος φίλε με αυτά που βλέπω. Πώς είπαμε το όνομά σου;

- Τομάζο.

Η κορώνα της αοιδού δεν επέτρεψε στον ροκ συνθέτη να ακούσει καθαρά το όνομα του συνομιλητή του. Αλλά οι πρώτες συλλαβές που έφθασαν κακήν-κακώς στα αυτιά του, του αρκούσαν:

- Πραγματικά, με τις ντομάτες έπρεπε να τους πάρουν όλους αυτούς που παριστάνουν τους επαΐοντες για τη μουσική. Και τελικά, σημασία έχει στη ζωή να κάνεις αυτό που πραγματικά σου αρέσει κι όχι να είσαι υποχρεωμένος να γράφεις «σκουπίδια ελευθέρας βοσκής» (τα μάτια του έλαμψαν, τον εντυπωσίασε η στιγμιαία του διαύγεια που είχε σαν αποτέλεσμα να θυμηθεί την χαρακτηριστική έκφραση που χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τα κομμάτια που συνέθετε για ευρεία κατανάλωση!) για να σε αγοράζουν οι κάθε λογής... (η διαύγεια τον εγκατέλειψε, του ήταν πλέον αδύνατον να θυμηθεί τη λέξη που αναζητούσε). Εσύ πώς και βρέθηκες εδώ;

- Το πώς, δεν το γνωρίζω. Μάλλον η αχαλίνωτη φαντασία κάποιου συγγραφέα με έφερε εδώ! Το «γιατί» όμως, το ξέρω: για τιμωρία!

- Κι εγώ, φίλε μου με το παράξενο όνομα που θυμίζει λαχανόκηπο, κι εγώ τιμωρούμαι με το να είμαι αναγκασμένος όταν συνθέτω, να βάζω στην άκρη αυτά που μου αρέσουν και να γράφω σκουπίδια που σε λίγα χρόνια... μα τι λέω χρόνια, μήνες, μέρες ίσως, δε θα τα θυμάται κανένας!

- Ακόμα κι έτσι, αυτά τα έργα είναι δικά σου. Κανείς ποτέ στο μέλλον δε θα μπορεί να ισχυριστεί ότι ο συνθέτης ενός τραγουδιού σου είναι άλλος από εσένα.

- Μα από τώρα το λένε! Με κατηγορούν (όχι άδικα, για να είμαι ειλικρινής) ότι κλέβω από δεξιά κι αριστερά. Ασφαλώς έχω επιρροές, χωρίς αμφιβολία δανείζομαι ήχους και νότες από άλλους συναδέλφους (συνάδελφοι δεν είμαστε όλοι αυτοί που ασχολούνται με τη μουσική;) αλλά κλέφτης, όχι! Αυτό δεν το δέχομαι! Στο κάτω-κάτω δεν είμαι και ο Βιβάλντι!

- Όχι, κανείς δεν είναι σαν τον Αντόνιο, κανείς!

- Έλα, Τομάζο, πάμε. Πρέπει να φύγουμε, δεν έχουν κανένα νόημα αυτές σου οι συζητήσεις.

- Μαργκερίτα, εσύ; Πώς με βρήκες, αφού εγώ ο ίδιος γνωρίζω καλά-καλά που βρίσκομαι;

- Πρώτη φορά είναι που συμβαίνει αυτό, Τομάζο; Πόσες φορές δεν έχω έρθει να σε πάρω από τα πιο παράξενα μέρη στην ιστορία του κόσμου, ενώ συζητάς με κάθε λογής άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι συνάδελφοί σου; Πρέπει να δεχτείς αυτό που συνέβη, αγαπημένε μου σύζυγε, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσεις να περιφέρεσαι μέσα στην ιστορία και να παραπονιέσαι για τη «μεγάλη αδικία»...

- Εσύ πώς θα αισθανόσουν αν κάποιος άλλος είχε κλέψει την πνευματική σου εργασία και μένει μέσα στο πέρασμα των χρόνων το δικό του όνομα σαν του δημιουργού;

- Μα δεν σου έκλεψε τη δουλειά σου! Απλά πήρε ένα ημιτελές τμήμα της (κι αυτό όχι από πονηριά, τόσο βρήκε μόνο) και, με απόλυτο σεβασμό, το ανάπτυξε λαμβάνοντας υπόψιν του τον δικό σου τρόπο δημιουργίας.

- Σεβασμό; Ε όχι και σεβασμό! Κι άσε και το άλλο... πώς ήξερε τον δικό μου τρόπο δημιουργίας;

- Μα, αφιέρωσε το μεγαλύτερο τμήμα της ζωής του μελετώντας τη μουσική σου. Και μάλιστα, το τμήμα που βρήκε, το βρήκε κατά την διάρκεια των ερευνών του με αντικείμενο... τι άλλο; εσένα και το έργο σου, αγαπημένε μου!

- Προσπαθείς να με καλοπιάσεις! Κανείς δεν ασχολήθηκε με την ουσία του έργου μου, ποτέ, κανείς, πουθενά!

- Δεν έχεις δίκιο....κι εξάλλου το πιο σημαντικό απ' όλα είναι ότι ποτέ δεν παρουσίασε το έργο σαν δικό του -αν και μπορούσε, αφού εξάλλου η περισσότερη δουλειά ήταν δική του- αλλά άφησε το δικό σου όνομα σαν συνθέτη και σου επέτρεψε να μείνεις στην ιστορία!

Ο ροκ συνθέτης καθόταν στο τραπέζι του σιωπηλός και άκουγε έναν διάλογο που -προφανώς- αποτελούσε αποκύημα της φαντασίας του (μήπως, άραγε, ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό;). Δε μπορούσε να καταλάβει τί ακριβώς συνέβαινε... απ' ότι είχε μπορέσει ν' ακούσει, μια γυναίκα προσπαθούσε να παρηγορήσει τον άντρα της (που πρέπει να ήταν μουσικός) γιατί κάποιος του είχε κλέψει ένα τραγούδι του... κάτι τέτοιο.

Ο μετρ του νυχτερινού κέντρου τον πλησίασε με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του και δείχνοντάς του την εντυπωσιακή γυναίκα στην πίστα που η φιγούρα της υποδήλωνε ότι ασφαλώς είχε υπέροχη φωνή, του είπε με νόημα:

- Αυτό το τελευταίο σου τραγούδι, γίγαντα, θα μείνει στην ιστορία!

 

* Albinoni, Tomaso (1671 - 1750) >>

 

^