13ο Σημάδι:
Υπολειπόμενος αριθμός στοιχείων γραπτού λόγου

Το μήνυμα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε. Είχε την εντύπωση ότι είχε ξαναδεί ένα τέτοιο μήνυμα, μόνο που, εκείνη την προηγούμενη φορά, ο αριθμός που συνόδευε το ακατάληπτο κείμενο ήταν μεγαλύτερος από το 3.000 που μόλις είχε εμφανιστεί. Αλλά, 3.000, τί; Δε μπορούσε να καταλάβει. Τί σημασία είχε, όμως; Δεν είχε καθόλου χρόνο να αναζητά απαντήσεις σε οράματα και μηνύματα από άγνωστους αποστολείς.

Κοίταξε με τρυφερότητα τη μεγάλη στοίβα με τα χαρτιά: εκτυπώσεις τακτικά τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, λες και η ποιότητα του μυθιστορήματος εξαρτιόταν από τον τρόπο που θα τηρούσε τις χάρτινες φυλακές των συναισθημάτων του. Ξεφύλλισε τις σελίδες κοιτώντας τις χειρόγραφες διορθώσεις του πάνω στο δοκίμιο. Τις αναγνώριζε, κάθε μιά τους έφερνε στο μυαλό του την διεργασία της οριστικής επιλογής του κειμένου που θα μπορούσε να αποδώσει με λέξεις καλύτερα το «μεγαλύτερο έργο της ζωής του».

Ήταν “συγγραφέας” για τριάντα χρόνια και μέσα σε αυτή του την πορεία στη μάχη με τη λευκή σελίδα, τα περισσότερα από τα κείμενά του είχαν γίνει αστρική σκόνη σε σεμνές βουβές τελετές... σεμνές βουβές τελετές; Μα, ναι... ήταν αυτές οι στιγμές που λάμβαναν χώρα στο σκοτεινό του υπόγειο. Κατά την διάρκειά τους, έκαιγε τα έργα του που έκρινε ότι δεν έπρεπε να δουν το φως της δημοσιότητας, φορώντας στο πρόσωπό του ένα άδειο ύφος που έκρυβε μια αποστασιωμένη αποδοκιμασία γι αυτά που είχε καταγράψει στα κείμενά του: όλοι είμαστε άνθρωποι γεμάτοι αδυναμίες, δεν μπορούμε να εγκαλούμαστε γι αυτά που περνούν από το μυαλό μας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να τα καταγράφουμε κιόλας! Για όσους τον γνώριζαν, δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό που τα έργα που είχαν γίνει τελικά αστρική σκόνη ήταν πολύ περισσότερα από τα άλλα που τους έδωσε την ευκαιρία να δουν το φως αυτού του κόσμου, έργα που δημοσιεύτηκαν και έγιναν δεκτά με ευνοϊκά σχόλια από αναγνώστες και κριτικούς.

«Γιατί δεν κρατάς σε κάποια μορφή τις δουλειές σου που τελικά κρίνεις ότι δεν πρέπει να κυκλοφορήσουν; Ίσως μερικά τμήματά τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε κάποια άλλη μελλοντική εργασία» του έλεγε η Μελίτα.

«Θα μπορούσε ποτέ ένας σχεδιαστής ρούχων να κρατήσει ένα φόρεμα που κρίνει ότι τελικά δεν τον αντιπροσωπεύει για να χρησιμοποιήσει ένα μανίκι σε μια άλλη του δημιουργία;» της απαντούσε με ύφος απόλυτο. «Όλα μένουν γραμμένα εδώ» της έλεγε, δείχνοντας την καρδιά και το μυαλό του, «εκτός από αυτά που κατά βάθος θεωρώ ότι δεν αξίζουν τον κόπο. Αυτά, ας τα πάρει ο αέρας, ας γίνουν αστρική σκόνη, δε με νοιάζει».

Και το έργο του προχωρούσε, το word count στον υπολογιστή του τον ενημέρωνε ότι είχε ξεπεράσει τις 150.000 λέξεις. Ο πρωταγωνιστής του, ένας άνθρωπος που είχε πολλές φορές βρεθεί στην κορυφή κι άλλες τόσες στον πάτο, είχε φτάσει πιο κοντά από ποτέ στο νόημα της ζωής του. Και τώρα, έπρεπε να πάρει την τελική απόφαση, να δώσει ο ίδιος την τελική λύση, να λυτρώσει τους -μελλοντικούς- αναγνώστες του βιβλίου.

Νάτο, νάτο πάλι!

Κάποιος προσπαθούσε να τον ειδοποιήσει για κάτι, ποσοτικοποιώντας το μήνυμά του με μια αντίστροφη μέτρηση μιας μονάδας; που δε μπορούσε να αντιληφθεί, υποδεικνύοντάς του ότι οι διαθέσιμές μονάδες του πλησίαζαν στο τέλος τους...

Η ιδέα ότι επρόκειτο για αντίστροφη μέτρηση του δημιουργούσε έναν δημιουργικό οίστρο. Αυτό του το έργο, εξάλλου, δεν έμοιαζε με τα άλλα. Το ένιωθε ότι ήταν η καλύτερή του δουλειά από την πρώτη στιγμή που το είχε ξεκινήσει πριν από τέσσερα χρόνια. Γι' αυτό, ποτέ δεν πίεσε τον εαυτό του να γράψει έστω και μια λέξη αν δεν είχε προηγουμένως λάβει το «αόρατο σύνθημα από βαθιά», όπως έλεγε. Κι όσο ο όγκος των σελίδων του δοκιμίου του αυξανόταν, τόσο μεγάλωνε η αγωνία για το έργο του κι ένιωθε σα σχολιαρόπαιδο που κοιτάζει με δέος την πρώτη του έκθεση που ετοιμάζεται να δείξει στον δάσκαλο.

Ίσως αυτή η αγωνία οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε μεγαλώσει σε ηλικία... όχι στην ηλικία που συνάγεται μετά από αριθμητική πράξη σε σχέση με την ημερομηνία της γέννησης που αναφέρεται στην ταυτότητα. Ούτως ή άλλως είχε προ πολλού μετατρέψει σε αστρική σκόνη και την ταυτότητά του! Είχε απλώς πλησιάσει το όριο αυτών που “ήταν ταγμένος να συνεισφέρει στο οικοσύστημα”... ήταν σίγουρος γι αυτό, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, απλά είχε καρφωθεί στο μυαλό του ότι πλησίαζε αυτό το όριο. Και μετά, δεν τελείωνε κατ' ανάγκη η ζωή, τελείωνε απλώς το στάδιο της συνεισφοράς. Σελίδες που θα έγραφε, λόγια που θα εκστόμιζε, αγκαλιές που προσέφερε σε κάποιους θα τις είχαν ανάγκη. Όχι, η ζωή δε θα τελείωνε κατ' ανάγκη όταν έφθανε αυτό το όριο, απλώς θα συνέχιζε να περιδιαβαίνει τα μονοπάτια της σαν παρατηρητής, χωρίς να συμμετέχει στα δρώμενα που θα επηρέαζαν τις επερχόμενες γενεές..

Γι αυτό έδινε τόση σημασία στο τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα.

Καθώς πλησίαζε στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου του, ένιωθε τα μηνίγγια του να χτυπούν σε ένα δραματικό τέμπο φόρτε που υποδήλωνε το φινάλε του έργου του που βρισκόταν προ των πυλών. Είχε σκεφτεί την τελική εξέλιξη αλλά άφηνε πάντα χώρο στην έμπνευση της τελευταίας στιγμής:

Ο άντρας του κειμένου προχώρησε στο σκοτεινό δωμάτιο κρατώντας ένα κερί. «Αυτό πρέπει να είναι» μονολόγησε. «Τώρα το καταλαβαίνω, πρέπει να τους ενημερώσω!»

Ο άντρας μπροστά στην οθόνη αισθάνθηκε ρίγος. Ώστε, εδώ τελείωναν όλα... όλα; Το βιβλίο τελείωνε, όχι όλα!

Έπρεπε να ολοκληρώσει το έργο του: ο πρωταγωνιστής του -και αυτός ο ίδιος!- είχαν φτάσει κοντά στο τέλος μιας μεγάλης πορείας, έπρεπε να βρουν ένα τρόπο να περάσουν αυτή τη γνώση στους επόμενους....

Μια λάμψη εμφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του σας προπομπός του μηνύματος που θα ακολουθούσε.

Επιτάχυνε τον ρυθμό της πληκτρολόγησης. Έγραφε καθ' υπαγόρευση, η φωνή μέσα του είχε πλέον αποκρυσταλλώσει την εξέλιξη του διηγήματος. Προσπαθούσε να προλάβει τις τελευταίες λέξεις πριν εμφανιστεί το τελευταίο μήνυμα, δεν ήξερε αν μετά από αυτό θα μπορούσε να συνεχίσει να γράφει.

Ο άντρας του κειμένου έπιασε με τα δυό του χέρια το μέτωπό του. Χαμογέλασε και κοίταξε προς το ταβάνι.

Ο άντρας είχε μείνει να κοιτάζει την οθόνη με ένα βλέμμα κενό, παγωμένο. Στα χείλη του όμως είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο.

Τέλος.