Ένα παιδί ενημερώνει τον θείο του για τα νέα της οικογένειας

 

 

Αγαπημένε μου θείε Λεωνίδα,

Χθες έγινα κάτι πολύ παράξενο και σου γράφω για να μου το εξηγήσεις. Μεγαλύτερος είσαι, όλο και κάτι παραπάνω θα ξέρεις αλλά ακόμη κι αν δεν ξέρεις, θα μου πεις λόγια μπερδεμένα που δε θα πολυκαταλάβω -έτσι θα νομίζεις!- και μετά θα μου κάνεις αστειάκια και στο τέλος όλα θα είναι ωραία, ακόμη κι αν εγώ δεν θα έχω πάρει απάντηση στην ερώτησή μου.

Χθες λοιπόν το βράδυ μπήκα στο σαλόνι και τι να δω: ο μπαμπάς μου έβλεπε κάτι στην τηλεόραση και τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Στην αρχή νόμισα οτι ήταν μια απ' αυτές τις εκπομπές που βλέπει η κυρία Αγλαΐα, η γειτόνισσα που μένει απέναντι.... η χαζούλα (!), που κάθεται κάθε μεσημέρι μπροστά στην τηλεόραση και δεν ξεκολάει, ότι και να γίνει. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν ήταν μεσημέρι κι ακόμα οτι ο μπαμπάς μου δεν είναι κυρία Αγλαΐα κι εξάλλου οι άντρες δεν κλαίνε... ο δικός μου ο μπαμπάς τουλάχιστον!

Κοίταξα την τηλεόραση λοιπόν και τι να δώ: φωτιές τεράστιες και κόσμος να τρέχει σαν τρελλός εδώ κι εκεί και να χτυπιέται. Γιατί όμως ο μπαμπάς μου να αντιδρά έτσι; Σκέφτηκα μήπως τους ήξερε αυτούς που τρέχανε κυνηγημένοι, αλλά ήταν τόσο πολλοί, δε μπορεί αν τους ήξερε όλους αυτούς...

Τον πλησίασα και προσπάθησα να τον ηρεμήσω. Δεν ξέρω αν θυμάσαι από τότε που ήσουνα μικρός, αλλά μερικές φορές -όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό, δυστυχώς!- τα παιδιά πρέπει να βοηθάνε τους γονείς τους να διώχνουν τις μαύρες σκέψεις που κουβαλάνε στο μυαλό τους, για να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σα γονείς χωρίς να μπερδεύονται με άλλα πράγματα.

Ο μπαμπάς μου κοίταζε τις φωτιές και έκλαιγε. Πήρα το αυστηρό μου ύφος... ξέρεις αυτό το «είναι σωστό να σε βλέπει το παιδί σου σε αυτή την κατάσταση;» και τον κοίταξα επίμονα. Όταν με κατάλαβε και προσπάθησε να γυρίσει το βλέμμα του από την άλλη πλευρά, του είπα ένα αστειάκι που είχαμε δει όλη μαζί σε μια ταινία του Λουί ντε Φυνές που πρέπει να του άρεσε πολύ όταν ήταν στην ηλικία μου. Του είπα λοιπόν «κοίταξέ με στα μάτια, στα μάτια!» και έκανα την γκριμάτσα που έκανε και ο Λουί ντε Φυνές με ύφος -τάχα- αυστηρό. Βάλαμε τα γέλια και ξεχάστηκε. Πόσο εύκολα μπορούμε εμείς τα παιδιά να κοροϊδέψουμε τους γονείς μας... για το καλό τους!

Απ' ότι κατάλαβα ο μπαμπάς μου αισθάνεται προσωπικά υπεύθυνος για τον κόσμο που θα δώσει στον αδελφό μου κι εμένα για να ζήσουμε. Ρελάξ, ρε μπαμπά, όταν θα έρθει η ώρα μας, θα βρούμε τον τρόπο.

Αν του μιλήσεις, θείε, πες του να κοιτάζει τη γυναίκα του και τη δουλειά του και να μην αφήνει την καρδιά του να μαυρίζει, ιδίως για πράγματα για τα οποία δεν μπορεί να κάτι κάτι!

Σ' αφήνω τώρα, πάω να παίξω μπάλα με τον αδελφό μου.

Ο ανιψιός σου

Επαμεινώνδας

ΥΣΤ. Θείος Λεωνίδας δεν υπάρχει για τον Επαμεινώνδα. Δεν έχει τόση σημασία αυτό, η φαντασία των παιδιών δεν περιορίζεται από τέτοιες λεπτομέρειες...

 

 ^