Έτσι ξαφνικά, μια συνωμοσία μοναξιάς τον τυλίγει...

 

 

Η νύχτα τον είχε αγκαλιάσει σαν παλιός φίλος που αναζητάει παρέα. Περπατούσε ευθεία στο σκοτάδι χωρίς να κοιτάζει μπροστά του. Ίσως να ήταν ο υποδόριος αδιευκρίνιστος τρόμος του ή μια αδιόρατη κοινωνική ευαισθησία που τον απέτρεπε να μετατρέψει τις εικόνες που τον περιέβαλαν σε σημεία εκκίνησης συλλογισμών: κάποια στιγμή, χωρίς να το περιμένει, ίσως οι σκέψεις να τον έκοβαν σαν μαχαίρι.

Δεν το ήθελε αυτό, καθόλου ανάγκη δεν το είχε εκείνη την περίοδο. Προτίμησε ν' αφήνει το βλέμμα του να γλυστράει γύρω στις εικόνες του κόσμου, να ξεγλιστράει ανάμεσά τους και τελικά να απομακρύνεται από κάθε τι που θα τον επιβάρυνε συναισθηματικά. Κατά έναν αδιευκρίνιστο (;) τρόπο, τελικά, κατέληγε πάντα να επιλέγει τις πιο ασφαλείς, επιδερμικές, επιφανειακές εικόνες από τις οποίες θα μπορούσε να αποκομίσει μια ψευδαισθησία ζωής χωρίς συναισθηματικό κόστος.

Κι εκεί που περπατούσε, έτσι ξαφνικά, το βλέμμα του έμεινε φυλακισμένο σ' έναν άντρα ηλικιωμένο που περίμενε το λεωφορεία σε μια ξεχασμένη στάση. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο οι μηχανισμοί απομάκρυνσης του μυαλού του από μια εικόνα ζωής που ίσως του δημιουργούσε μελαγχολία, δε λειτούργησαν. Κι έτσι έμεινε να κοιτάζει τον άντρα. Την ώρα που προσπαθούσε να καταλάβει τι θα μπορούσε να νιώθει ο συμπαθής άγνωστος του διπλανού δρόμου, ένιωσε ένα κύμα μοναξιάς να πλημμυρίζει την ψυχή του. Ο άγνωστος άντρας του έστελνε ένα βουβό μήνυμα μοναξιάς. Έστριψε το βλέμμα του προς την άλλη κατεύθυνση. Το κύμα υποχώρησε. Ευτυχώς, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τέτοιου είδους σκιρτήματα.

Απομακρύνθηκε βιαστικά και προσπάθησε να βρει διέξοδο από τα σύννεφα των γκρίζων σκέψεων που βρίσκονταν προ των πυλών σ' ένα κοντινό περίπτερο: στα περίπτερα χάνεσαι σ' ένα κυκεώνα μικρών, ασήμαντων καθημερινών ανόμοιων αντικειμένων (κάτι σαν κοινωνία...) και ξεχνιέσαι σ' αυτό το σύμφυρμα.

Την ήξερε την κοπέλα στο περίπτερο, συχνά έπιαναν κουβέντες που υπερέβαλαν τα όρια μιας ευγενικής, οριοθετημένης συζήτησης ανάμεσα σε κάποιον που θέλει να αγοράσει κάτι πολύ απλό και φθηνό και σε κάποιον που θέλει να του το πουλήσει. Για λόγους που δεν ήξερε αλλά δε μπορούσε και να καταλάβει, η κοπέλα αυτή ήταν πάντα χαμογελαστή, ακόμα κι αν ο περιβάλλων της χώρος καθόλου δε θα μπορούσε να συμβάλλει σε κάτι τέτοιο.

Έτσι ήταν και εκείνο το βράδυ. Χαμογελαστή όπως πάντα. Αλλά...

«Πώς αισθάνεστε;» την ρώτησε. Παράξενο, για λόγους που δεν μπορούσε να καταλάβει περίμενε κάτι περισσότερο από μια συμβατική απάντηση του είδους «καλά, ευχαριστώ». Η κοπέλα δεν βιάστηκε να απαντήσει. Φόρεσε στο νεανικό της πρόσωπο ένα ύφος της μορφής «δε θέλω να απαντήσω βεβιασμένα, πρέπει να σκεφτώ την ερώτησή σας».

«Αισθάνομαι...» ξεκίνησε αλλά αμέσως μετά σταμάτησε, στέλνοντας μήνυμα υποχώρησης στα λόγια που ετοιμάζοντας να εκστομιστούν.

Μυημένος σε μια ανεξερεύνητη μυσταγωγία που είχε σαν αποτέλέσμά της την ανάπτυξη ειδικών αόρατων αισθητήρων μοναξιάς την κοίταξε και συμπλήρωσε την πρότασή της:

«...μοναξιά. Μήπως αισθάνεστε μοναξιά;»

Το πρόσωπο της κοπέλας έλαμψε: «Ναι, μοναξιά. Μοναξιά. Πώς το καταλάβατε;» ρώτησε με το πρόσωπό της κατακόκκινο από την ντροπή του επαγγελματία που συλλαμβάνεται εν ώρα υπηρεσίας να ονειροπολεί, να μελαγχολεί, να αποπνέει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να εκτελέσει το καθήκον του σωστά.

Με καθησυχαστικό ύφος της είπε χαμογελώντας: «Μη σας απασχολεί, όλοι έτσι είμαστε στη σημερινή εποχή».

Ανακουφισμένη από την απάντηση, του έδωσε τα ρέστα και τον καληνύχτισε δίνοντας βιαστικά τέλος σε αυτή την ανύποπτη αποκάλυψη της αλήθειας.

Προχωρώντας προς το σπίτι του αντίκριζε τον κόσμο με ένα διαφορετικό βλέμμα. Όλα του φαίνονταν διαφορετικά σε σχέση με πριν. Οι λίγοι άνθρωποι που μαζεύονταν σπίτι τους με τα κεφάλια σκυμμένα, τα ξεχασμένα ζώα που αναζητούσαν αμήχανα ένα καταφύγιο για το βράδυ και τα φυτά που είχαν πια δεχτεί την αποχώρηση του ήλιου και έμεναν με την ελπίδα της αυριανής επανελεύσεώς του.

Μοναξιά, παντού. Σκέφτηκε. Μια συνωμοσία μοναξιάς τον είχε τυλίξει χωρίς να το καταλάβει.

Έφτασε με αργό βήμα στο σπίτι του: θα έπρεπε να ενημερώσει τη γυναίκα του γι αυτή τη συνωμοσία. Έπρεπε να προστατευτούν και μαζί μ' αυτούς, να προστατεύσουν και τα παιδιά τους.

«Καλησπέρα γλυκέ μου. Γιατί έχεις τέτοια μούτρα;» τον ρώτησε η Ντόρα.

«Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω» της είπε. «Πρέπει να βρω τις κατάλληλες λέξεις και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω».

Κοίταξε προς το ταβάνι με ένα αλληγορικό ύφος αναζήτησης των κατάλληλων λέξεων για να της εξηγήσει την ίδια την αλήθεια της ζωής. Τον τελευταίο καιρό φορούσε όλο και σπανιότερα αυτό το ύφος, ίσως γιατί δεν το χρειαζόταν. Ίσως πάλι γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι καθόλου δεν του πήγαινε. Ποιος ξέρει...

Την ώρα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει το μικρό του λογίδριο για την συνωμοσία της μοναξιάς που είχε ανακαλύψει, αισθάνθηκε το ζεστό χέρι της Ντόρας να τον πιέζει τρυφερά:

«Μην κάθεσαι στην πόρτα και ατενίζεις το ταβάνι. Το ίδιο με χθες και προχθές είναι, δεν έγινε καμιά αλλαγή όσο έλειπες. Σου θυμίζω ότι έχεις υποσχεθεί στα παιδιά να παίξετε MONOPOLY και σε περιμένουν εδώ και αρκετή ώρα... ξεκινήστε γρήγορα. Θα παίξετε το πολύ μισή ώρα. Μετά, πρέπει να σου κάνει μια φορά ο Νίκος την ανάγνωσή του. Γρήγορα, γρήγορα γιατί πρέπει να κάνουν μπάνιο -να κάνεις εσύ τον Πέτρο για να μην αργήσουμε!- και να πέσουν για ύπνο, έχουν σχολείο αύριο.

Συνωμοσία. Αυτό ήταν. Μια άλλη συνωμοσία που είχε σα στόχο της να ξεχαστεί η συνωμοσία της μοναξιάς που είχε τυλίξει την γειτονιά του και, πιθανότατα, ολόκληρο τον κόσμο.

Άνοιξε το στόμα του για να της εξηγήσει, αλλά δεν πρόλαβε:

«Μπαμπά γρήγορα, μοίρασε τα χρήματα για να ξεκινήσουμε!»: τα παιδιά τον περίμεναν στο τραπέζι με την MONOPOLY ανοιχτή.

Ώστε λοιπόν και τα παιδιά του ήταν μέλη της συνωμοσίας που είχε σα στόχο της να ξεχαστεί η συνωμοσία της μοναξιάς.

Το άλλο πρωί δεν θυμόταν τη συνωμοσία της μοναξιάς...

 

 ^