Έτσι ξαφνικά, τον κυριεύει ένας συναισθηματικός πανικός

 

 

Έτσι ξαφνικά, την ώρα που ατένιζε αφηρημένος το φεγγάρι στο νυχτερινό ουρανό, το είδε να στροβιλίζεται και να ετοιμάζεται για τη μεγάλη πτώση. Συναισθηματικός πανικός τον κυρίευσε: πώς θα μπορούσε να αντέξει ένα νυχτερινό ουρανό χωρίς εκείνη την χαρακτηριστική κουκίδα που όλο άλλαζε σχήμα και διαστάσεις, ανανεώνοντάς του συνεχώς το ενδιαφέρον της άσκοπης παρατήρησης; Θα ήταν σαν τον τοίχο που αντικρίζει κανείς απέναντι από το κρεββάτι του που ανύποπτα γδύθηκε από το κάδρο που τον στόλιζε κι έμεινε άδειος.

Τα μάτια του ήταν άμαθα σ’ έναν ουρανό άδειο, ένιωθε εκείνη την ώρα ότι η διαφαινόμενη απώλεια του φεγγαριού τον αφορούσε πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ένας άδειος νυχτερικός ουρανός, χωρίς φεγγάρι και χωρίς την ελπίδα της προσμονής της επομένης της πανσελήνου... πολύ σκληρό!

Ο άνεμος, καθώς ερχόταν από μακρυά, έφερε στο πρόσωπό του δώρα από άλλους τόπους κι ανάμεσά τους κόκκους άμμου που μπήκαν στα μάτια του αναγκάζοντάς τον να τα κλείσει και να αναζητήσει το μαντήλι του. Όταν τα ξανα-άνοιξε, όλα είχαν αλλάξει: το φεγγάρι ήταν εκεί. Καρφωμένο σταθερά στον ουρανό, χωρίς καμία διάθεση να απομακρυνθεί.

Ευτυχώς. Ο συναισθηματικός του πανικός έδωσε τη θέση του σε μια γλυκιά αγαλλίαση.

 

 ^