Έτσι ξαφνικά, αλλάζει τη μονάδα μετρήσεως των αξιών στη ζωή του!

 

 

Περίμενοντας υπομονετικά στο περίπτερο να φτάσει η σειρά του να πληρώσει, βρισκόταν βυθισμένος σ' έναν άλλον κόσμο. Οι πρωινές σκέψεις του για την επικείμενη χειμερινή περίοδο που προβλεπόταν γεμάτη ένταση του χτυπούσαν το παράθυρο, σαν σπουργίτης που ξεροστάλιαζε έξω από ένα ζεστό δωμάτιο μια κρύα νύχτα του χειμώνα αλλά κανείς δεν του άνοιγε. Χρώματα και σχήματα χόρευαν δίπλα του και προσπαθούσε χαλαρά να συγκεκριμενοποιήσει αυτά που έβλεπε.

«Την εφημερίδα μόνο κρατάω;»

Οι ήχοι που έφθαναν στ' αυτιά του λες και ήταν από μια άλλη γλώσσα, οικεία αλλά άγνωστη τελικά στον κόσμο όπου βρισκόταν εκείνην την ώρα. Με έναν ακανόητο, ανεξακρίβωτο τρόπο κατόρθωνε να συνδυάζει στο ίδιο βλέμμα την απαξίωση για τις γήινες ασημαντότητες και την διαρκώς εντεινόμενη αγωνία του για την φθορά της καθημερινότητας που βρισκόταν προ των πυλών.

Ένιωσε ένα χέρι να τον χτυπάει στην πλάτη: ο επόμενος πελάτης του περίπτερου βλέποντας ότι δεν απαντούσε στην ερώτηση του περιπτερά ήταν έτοιμος να του πάρει τη θέση. Σε μια απρόθυμη κίνηση ευγενείας έκρινε σκόπιμο να τον ειδοποιήσει πριν τον παρακάμψει και προχωρήσει αυτός.

Γύρισε μ' ένα βλέμμα έκπληξης κι αντίκρισε τον αγανακτισμένο άνδρα να του δείχνει προς τη μεριά του περιπτερά:

«Τελικά, την εφημερίδα μόνο κρατάω;» ξαναρώτησε αυτός με την ίδια μονότονη χροιά στη φωνή του.

Είχε φθάσει η σειρά του. Προφανώς ο περιπτεράς τον ρωτούσε επί αρκετή ώρα κι αυτός είχε μείνει να στέκεται με ένα ονειροπόλο βλέμμα που καθόλου δεν ταίριαζε κάτω από έναν μεσημεριάτικο φθινοπωρινό ήλιο, απρόοπτα καυτό.

«Ναι, την εφημερίδα μόνο, με συγχωρείτε για την καθυστέρηση». Τα τελευταία του λόγια συνοδεύτηκαν από μια θεατρική κίνηση σα να προσπαθούσε να αγκαλιάσει και όλους τους άλλους πελάτες που τον περίμεναν υπομονετικά. Έβαλε το χέρι στην τσέπη με τα ψιλά: αυτή η τσέπη, εκείνη την ώρα δεν ήταν η τσέπη με τα ψιλά, ήταν μια άδεια τσέπη!

Ξανα-έψαξε προσπαθώντας να δείχνει ότι διατηρούσε τον έλεγχο της κατάστασης. Το σίγουρο ήταν ότι η τσέπη αυτή δεν άξιζε τον τίτλο της τσέπης με τα ψιλά. Αισθανόταν την δυσαρέσκεια του περιπτερά και των υπόλοιπων πελατών που είχαν αυξηθεί αρκετά. Στον κόσμο που βρισκόταν μέχρι προ ολίγου, κανείς δε θα είχε κάνει θέμα για μια μικρή καθυστέρηση στην ουρά ενός περιπτέρου! Αλλά εκείνη την ώρα, δεν βρισκόταν σ' αυτόν τον κόσμο. Προσπάθησε να σκεφτεί με τα δεδομένα του περίγυρού του: είχε αφήσει αρκετούς ανθρώπους να τον περιμένουν κι όταν ήρθε η ώρα του να πληρώσει, αποδείχτηκε ότι δεν είχε χρήματα. Τι θλιβερό, να εξαρτάται η αποδοχή των υπολοίπων από μια χούφτα απρόσωπα κομμάτια κατεργασμένου μετάλλου και από μουντζουρωμένα, βρώμικα κομμάτια χαρτί.

Κοιτάζοντας με αμηχανία τα όσα κρατούσε στο άλλο του χέρι που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει ακίνητο, το βλέμμα του έπεσε σε ένα υπέροχο δημιούργημα της φύσης: το κέλυφος ενός αχινού που είχε μαζέψει λίγο νωρίτερα από την θάλασσα κολυμπώντας με το γιο του.

«Υπέροχο! Ανεκτίμητο! Όλη η ομορφιά της φύσης σ' αυτό το υπέροχο κέλυφος αχινού! Κανένα ζώο δεν ζει για πάντα, αλλά οι αχινοί που ζουν ρηχά νερά της Ερυθράς Θάλασσας και του Ειρηνικού φαίνονται να είναι πρακτικά αθάνατοι, αναφέρει ο Δρ Τομας Έμπερτ σε ανακοίνωση του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Όρεγκον. Το γνωρίζατε αυτό;»

Σήκωσε ψηλά το κέλυφος σα να ήταν χρυσοποίκιλτο κύπελο και το έστρεψε προς τη μεριά των ανθρώπων που περίμεναν. Για λόγους που δε μπορούσε να κατανοήσει, δεν έδειξαν να εκτιμούν αυτό το υπέροχο δημιούργημα.

«Κοιτάξτε τι όμορφα χρώματα έχει αυτό το κέλυφος αχινού! Τι αρμονία! Δεν ξέρω για εσάς, εγώ όταν το αντικρίζω είμαι έτοιμος να δακρύσω για την σοφία του Δημιουργού... με με κοιτάζετε έτσι, κι εσείς με σοφία έχετε πλαστεί.....άλλο αν στον δρόμο αυτή η σοφία πήγε χαμένη» είπε, χαμηλώνοντας τη φωνή του στο τέλος της πρότασης.

Η ενόχληση των παριστάμενων είχε αντικατασταθεί από μια διάθεση ειρωνίας γι αυτόν τον γραφικό -όπως θεωρούσαν- άνθρωπο που δεν είχε να πληρώσει μια εφημερίδα αλλά τους έδειχνε με καμάρι ένα κέλυφος αχινού από αυτά που μπορούν να βρεθούν κατά δεκάδες στις παραλίες της χώρας.

- Αχινοί με διάμετρο 19 εκατοστά που είχαν εντοπιστεί έξω από τη Βρετανική Κολομβία είχαν ηλικία 200 ετών, απίστευτο δεν είναι;

Ο περιπτεράς τον κοίταξε με ψεύτικο ενδιαφέρον:

- Μήπως θέλεις να πληρώσεις με κελύφη αχινών; Γιατί αν θέλεις, δεν έχω μαζί μου τις ισοτιμίες!

Οι παριστάμενοι εκτονώθηκαν με ένα δυνατό γέλιο.

Αγνόησε επιδεικτικά την ειρωνία τους και κοιτάζοντας προς το κέλυφος του αχινού που κρατούσε τρυφερά στα χέρια του μονολόγησε:

«Με αυτό θα μπορούσα να αγοράσω όχι μια παλιο-εφημερίδα, αλλά και το περίπτερό σου... τον κόσμο ολόκληρο! Αλλά έλα που εσείς -έδειξε υποτιμητικά προς τη μεριά των παρισταμένων- δεν καταλαβαίνετε τις αληθινές αξίες της ζωής...»

Σε μια κίνηση απελπισίας να ανταποκριθεί στα στενάχωρα δεδομένα του κόσμου που τον φιλοξενούσε πρόσκαιρα έψαξε στην άλλη του τσέπη: εκεί ήταν τα ψιλά! Αυτή λοιπόν ήταν η τσέπη με τα ψιλά, είχε μπερδευτεί φαίνεται προηγουμένως γι αυτό και δεν μπορούσε να τα βρει.

«Ορίστε τα χρήματά σας, κύριε περιπτερά! Ευτυχώς που βρήκα αυτά τα κομμάτια μέταλλο που έχουν, όπως φαίνεται, τόσο μεγάλη σημασία για εσάς γιατί καθόλου δε θα ήθελα να χαλαλίσω την ομορφιά του κόσμου για τα μούτρα σας!»

Φεύγοντας από το περίπτερο κάτω από ηχηρά γέλια και ειρωνικά ύφη, ένιωσε πιο πλούσιος από ποτέ...

 

 ^