Έτσι ξαφνικά, ένα λουλούδι!

 

 

Εκεί που δεν το περίμενε, φύτρωσε ένα λουλούδι. Μπροστά στα μάτια του, ανύποπτα, χωρίς να του ζητά τίποτα σαν αντάλλαγμα. Διασχίζοντας τα σύνορα ανάμεσα στην ανθρώπινη ανάγκη να αντλήσει κάποιος δύναμη την ώρα της αγωνίας και την ανυπέρβλητη ομορφιά που είναι ορατή μόνο αν φοράει τα ειδικά γυαλιά της αληθινής ουσίας της ζωής, πρόβαλε μπροστά του ανάμεσα στα βράχια που είχε βάλλει σα σκηνικό διάκοσμο στη ζωή του.

Πίσω από αυτό το λουλούδι βρισκόταν μια πανίσχυρη, συλλογική αόρατη πηγή ομορφιάς. Τόσο καιρό είχε αφήσει την ζωή του να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, έρμαιο της αδράνειας, της άπνοιας που είχε εγκαταστήσει στον ουρανό του. Και με το πρώτο αεράκι, νάτο το λουλουδάκι, πρόβαλλε μπροστά στα μάτια του. Η αρχή ενός νέου τρόπου παρατήρησης της πραγματικότητας, όχι της εικονικής που τον περιέβαλλε, της αληθινής που βρισκόταν κρυμμένη πίσω από καθημερικές φθορές και ψυχοφθόρους αγώνες χωρίς νόημα.

Κι ενώ μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε τη ζωή του από απόσταση, κοιτάζοντας το λουλουδάκι ένιωσε σα να του έκανε νόημα ενθάρρυνσης ένα αόρατο χέρι και η ζωή του άρχισε να τον αφορά.

Κι όλα αυτά για το λουλουδάκι που φύτρωσε μπροστά στα μάτια του, ανύποπτα. Ή μήπως ήταν πάντα εκεί, απλώς δεν το είχε προσέξει γιατί ήταν απορροφημένος από τις -τεράστιας σημασίας- ασημαντότητες της ζωής;

 

 ^