Αναπότρεπτοι κλυδωνισμοί

Αναπότρεπτοι κλυδωνισμοί λαμβάνουν χώρα στη συναρπαστική παράσταση αυτής της ζωής. Κρύος ιδρώτας μας λούζει την ώρα του ταρακουνήματος. Κι όταν όλα έχουν τελειώσει και η γη δε σείεται πλέον, ισιώνουμε τη γραβάτα, φτιάχνουμε τη φράντζα μας και συνεχίζουμε απερίσπαστοι την πορεία σα να είμασταν απλοί παρατηρητές των κλυδωνισμών. Λες και αποτελούσαν την διαδραστική μας συμμετοχή σε μια θεατρική σκηνή τόσο οικεία, αλλά συγχρόνως τόσο απόλυτα ακατανόητη, όσον αφορά στην ουσία του θεατρικού έργου που φιλοξενούσε.

Το θεμελιώδες εγχείρημα αθανασίας (τί ματαιόδοξοι που είμαστε εμείς οι άνθρωποι, Θεέ μου...), πολυδιασπάται σε μικρά επί μέρους στοιχήματα που, αν κερδηθούν, στοιχειοθετούν την ψευδαισθησία της αληθινής ζωής: μικρές υπέροχες νίκες, παντελώς άχρηστες, σε τελική ανάλυση.

Κοιτάμε μπροστά μας, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω μας με ένα ύφος που χαρακτηρίζει την ύπαρξη μας: Δεν πρόκειται για το γοητευτικό ύφος του μυστηρίου αυτού που γνωρίζει αλλά δεν θέλει να το αποκαλύψει, μάλλον το άδειο ύφος της αγελάδας είναι, που δεν καταλαβαίνει ότι δεν καταλαβαίνει και, κατά συνέπεια, καθόλου δεν ενοχλείται. Μοιάζει με το υποψιασμένο (...) ύφος του κομπάρσου, που νομίζει ότι εμφανίζεται στην κεντρική σκηνή του θεάτρου, λίγο πριν καταλάβει από τα ειρωνικά γέλια και τα αγενή χασμουρητά του κοινού ότι μάλλον επρόκειτο για ένα στιγμιαίο πέρασμα σε κάποιο απόμακρο, σκοτεινό μέρος του σκηνικού.

Τότε ακριβώς εμφανίζονται οι πρώτοι κλυδωνισμοί, που δεν μπορούν να αποτραπούν.


<<