Βαδίζοντας στον δρόμο του παροδικού

Βαδίζω υπομονετικά στον δρόμο του παροδικού χωρίς να δυσανασχετώ για τις δυσκολίες που συνωστίζονται κατά την διάρκεια της πορείας. Κάποιες ανύποπτες στιγμές εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μια (μαγική;) εικόνα από το τέλος του μονοπατιού αλλά δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ αν είναι εικόνα από το «μετά» ή προβολή της ελπίδας (ή του φόβου μου) γι αυτό.

Περπατούν κι άλλοι δίπλα μου, αναρίθμητοι. Μερικοί έχουν κατεβασμένο το βλέμμα και προχωρούν σιωπηλά και άλλοι χασκογελούν σα να μην τους ενδιαφέρει τί θα συναντήσουν στο τέλος της διαδρομής. Φοβούνται ίσως να το σκεφτούν και επιλέγουν να καλύψουν την αγωνία τους στα χασκόγελα.

Περπατώ και αναλογίζομαι: ο χρόνος φεύγει βασανιστικά αργά, αλλά η ζωή κυλάει πολύ γρήγορα και δεν προλαβαίνω να τη συγκρατήσω στα χέρια μου. Σαν το νερό που πέφτει με ορμή στις παλάμες κάτω από έναν ορμητητικό καταρράκτη κι αφήνει τις παλάμες άδειες.

Υγρές, αλλά άδειες.

Περπατώ και βλέπω όλα αυτά που αγαπώ με ένα λυτρωτικό χαμόγελο ανακούφισης και μια βαθειά, ενδόμυχη μελαγχολία: όλα θα χαθούν, τουλάχιστον στη μορφή που τα αντικρύζω σήμερα, όλα θα γίνουν κοσμική βοή που θα αιωρείται ανάμεσα στις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές. Κι όσο θα περπατούν κι αυτές στον ίδιο δρόμο που περπατάω εγώ σήμερα, ελπίζω να κοντοσκέκονται κάπου-κάπου να ξεχωρίζουν κάποιες λέξεις ανάμεσα στη βοή: Αγάπη, Αξιοπρέπεια, Ειλικρίνεια.

Ξαφνικά ένα κύμα τρόμου με τυλίγει: κι αν οι οδοιπόροι που προχωρούν στο μονοπάτι, θεωρήσουν την κοσμική βοή ενοχλητικό θόρυβο και κλείσουν τ’ αυτιά τους;


<<