Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Ένας άνδρας με αποστολή

 
 

Όλη την ημέρα, ταξίδευε ανάμεσα στις απέραντες πεδιάδες όπου καλλιεργείται με ανυπόφορη επιμέλεια η βαριεστιμάρα. Περπατούσε με ιερή αίσθηση του σκοπού, χωρίς να κοιτάζει τριγύρω του: είχε μια αποστολή να διεκπεραιώσει... μπορεί να μη θυμόταν πλέον ποια ακριβώς ήταν αυτή η αποστολή, αλλά όταν πρωτο-ξεκίνησε φόρεσε ένα αποφασιστικό ύφος στο πρόσωπό του κι από τότε δεν το έβγαλε καθόλου. Είδε μπροστά του μια λίμνη κι αποφάσισε να την πλησιάσει πιο κοντά. Τότε συνέβη το κακό: μια αόρατη δύναμη τον έπιασε από τον γιακά κι άρχισε να τον τραβολογάει. Σα βότσαλο τον τίναξε και τον πέταξε στα βρώμικα νερά. Μήπως είχε σκοντάψει στη μοναδική πέτρα που υπήρχε σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και παραπατώντας έπεσε στο νερό; Όχι, αποκλείεται, ήταν αυτή η αόρατη δύναμη που τον είχε βάλει στο μάτι και προσπαθούσε να τον εμποδίσει να πραγματοποιήσει την αποστολή του.

Σε μηδέν χρόνο έπιασε πάτο… δεν ήταν βαθιά η λίμνη, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 50 εκατοστά, ήταν όμως η πρώτη φορά που αισθάνθηκε τόσο έντονα να βουλιάζει ανυπεράσπιστος κι αυτό του έκοψε τα πόδια. Ο πρόσκαιρος πανικός ενός επερχόμενου πνιγμού εξανεμίστηκε καθώς ανασηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα βούρλα που είχαν κολλήσει πάνω του. Σίγουρα θα είχε γίνει ο περίγελος, όλοι θα τον κοίταζαν γελώντας με το πάθημά του.

Διστακτικά, έριξε κλεφτές ματιές γύρω του: δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Μόνος αυτός κι ο βάλτος (ναι, τελικά δεν ήταν λίμνη, βάλτος ήταν!) βρίσκονταν εκεί, εκείνη την ώρα. Σιγά-σιγά άρχισε να ανακτά το χαμένο του κύρος. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν το έβλεπε κανένας, έφτιαξε το τσουλούφι του με όση περισσότερη φιλαρέσκεια μπόρεσε να μαζέψει και ξεκίνησε πάλι την πορεία του: είχε μια αποστολή να διεκπεραιώσει και δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, θέτοντας σε κίνδυνο την επιτυχία της...

 
     

^