Το κρυμμένο φεγγάρι
Δοκίμια-ωδές στη ζωή, καρποί της αέναης αναζήτησης του γλυκού μυστηρίου της μέσα από ένα επώδυνο, αλλά απολαυστικό ταξίδι.
 


Αντί για το κείμενο που είχε γράψει...
...και τελικά το πέταξε!

 
 

Πλησίασε το βλέμμα του στην εκτύπωση του τελευταίου του κειμένου για να μπορεί να το βλέπει εξ αποστάσεως: σχετικά καλογραμμένο, πράγματι, με όμορφες λέξεις που χάιδευαν το αίσθημα της εικονικής πραγματικότητας αλλά, πόσο μακριά από την αλήθεια που αναζητούσε! Άσκηση λογιοσύνης, αυτό μάλιστα, θα μπορούσε να είναι. Αλλά σαν κατάθεση ψυχής, κάτι τέτοιο θα του ήταν περιτό!

Το τσαλάκωσε και το πέταξε...

Αχ, αυτή η παντοδύναμη άρνηση της αλήθειας... κρύβεται πίσω από μια ποιητική καταγραφή της πραγματικότητας, ταρακουνάει τα νερά της ψυχής και μετά περιμένει υπομονετικά να γαληνέψουν για να προχωρήσει στην επόμενη σελίδα... του κειμένου ή μήπως και της ίδιας της ζωής;

Ώρες-ώρες ένιωθε οτι έτσι κυλούσε η μάχη του με τη λευκή σελίδα που τον προκαλούσε: με την ανάγλυφη δραματοποίηση των καταστάσεων που τον περιβάλλουν και το αγωνιώδες κυνήγι του για μια θεαματική περιγραφή αυτού του μεγάλου, του υπέροχου μυστηρίου που του ήταν απόλυτα άγνωστο.

Οριοθετούσε δονκιχωτικούς στόχους και τους στόχευε με μια ιερή προσήλωση. Το παράλογο ενός -υπέροχου και συνάμα πανάθλιου- κόσμου που τον έφερνε κοντά σε όλους τους άλλους ανθρώπους, με το ίδιο χαμόγελο αμηχανίας, με την ίδια κραυγή αγωνίας. Οι ελπίδες του για την ζωή, απολιθωμένα περιστέρια που τον κοίταζαν με άδειο, πέτρινο βλέμμα.

Σαν ένας αγώνας με ρακέτες σε μια παραλία ή σ’ ένα καλοκαιρινό κήπο… κοιτάζει το μπαλάκι να στροβιλίζεται, άλλωστε υπακούοντας πιστά στις εντολές αυτού που κρατάει την ρακέτα κι άλλοτε ακολουθώντας κανόνες δικούς του που υπερβαίνουν τον παίκτη, ακόμα κι αν αυτός ο δυστυχής είχε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να του υποδείξει πορείες και συμπεριφορές.

Κοίταξε το τσαλακωμένο χαρτί που βρισκόταν ηττημένο στα πόδια του: έκρυβε μια ελπίδα τσαλακωμένη που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατηθεί ζωντανή.

 
     

^