ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Γύρω από ένα τραπέζι

 
 

ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (11.07.2007)

Καθόμαστε όλοι γύρω από ένα τραπέζι και βλέπουμε ο ένας τον άλλον χωρίς να κοιταζόμαστε.

Είναι απόγευμα, ίσως και βραδάκι, αλλά δεν έχει και τόση σημασία.

Κάποιοι λείπουν, πάντα κάποιοι λείπουν και μερικοί από αυτούς δε θα μπορέσουν ποτέ να ξαναβρεθούν σε μια συνάντηση παλαιών συμφοιτητών. Κι άλλοι όμως που είναι παρόντες, ουσιαστικά λείπουν.

Γέλια και χαχανητά. Το εορταστικό κλίμα είναι διάχυτο. Το τι ακριβώς εορτάζουμε όλοι οι παλαιοί συμφοιτητές, μικρή σημασία έχει.

Σιγά-σιγά τα γέλια υποχωρούν και τα χαμόγελα σβήνουν: πλησιάζει η κρίσιμη στιγμή, αυτή της επικοινωνίας. Οι κακές στιγμές μεταξύ μας έχουν ξεχαστεί, οι ώρες της ατέλειωτης εφηβικής ξενοιασιάς φαντάζουν σαν σκηνές από ταινία με τον Peter Sellers που δημιουργούν σύμμεικτα συναισθήματα ευεξίας και μελαγχολίας, τα ερωτικά σκιρτήματα έχουν ξεθυμάνει, η ένταση δεν κόβει πια σαν μαχαίρι που ματώνει, ο καθένας μας έχει πάρει τον δρόμο του και δεν είναι δυνατή η επιστροφή στο «τότε».

Η -πρόσκαιρη- επαναφορά γίνεται σε ελεγχόμενες δόσεις εκ του ασφαλούς, σαν κούρα σε δύτη που πρέπει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη διαδικασία για να αποφευχθούν επιπλοκές. Προσοχή! Δεν είμαστε τώρα για εντάσεις και συγκινήσεις...

Κοιτάζουμε αμήχανα ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να δούμε τους εαυτούς μας εικοσιπέντε χρόνια πριν.

Αλλάξαμε, όλοι σίγουρα έχουμε αλλάξει. Κι αν κάποιος από εμάς θελήσει να φορέσει για λίγο ένα προσωπείο ζωηρού νιάτου, θα πρέπει να προσέξει πολύ: ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει γραφικός και να διαγράψει την καλή εικόνα που άφησε στους συμφοιτητές του.

Αναρωτιέμαι... δε θα έπρεπε να περιμένω με μεγαλύτερη ανυπομονησία αυτή τη συνάντηση;

Η σκέψη ότι μπορώ να γράψω από τώρα το «ΜΕΤΑ» μου δημιουργεί ένα κύμα ελεγχόμενου γλυκού τρόμου.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (12.07.2007)

Ήμασταν πέντε. Συγκεντρωθήκαμε κατά κύματα κι έτσι μέχρι να βρεθούμε όλοι μαζί καθισμένοι γύρω από το τραπέζι, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μικρά επί μέρους πηγαδάκια. Ήταν απόγευμα και όταν τελείωσε η συνάντηση είχε αρχίσει να βραδιάζει, όσο μπορεί κανείς να θεωρήσει οτι βραδιάζει σε μια χώρα με ηλιοφάνεια ως τις εννιά το βράδυ.

Σκέφτομαι αυτό που σημείωνα στο χθεσινό κείμενο: αν είχα αποτολμήσει να γράψω το «ΜΕΤΑ» από χθες θα είχα πέσει τραγικά έξω... Δεν ήταν τελικά μια συμβατική συνάντηση ανάμεσα σε -εκ των προτέρων- χαρούμενους ανθρώπους που ήθελαν ο καθένας να επιδείξει την ευτυχία του στους υπόλοιπους. Μάλλον υπήρχε σε αρκετούς από εμάς μια επιθυμία να δοθούν απαντήσεις σε κάποια ανοιχτά μέτωπα πριν αυτά γίνουν οριστικά κοσμική βοή. Και μέσα από αυτές τις απαντήσεις, ο καθένας μας θα μπορούσε να αγγίξει και υποθέσεις που του είχαν αφήσει σημάδια και, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, δεν μπορούσε να τις καταχωρήσει ως «λήξασας» στη συνείδησή του.

Κανείς δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, ούτε να ζητήσει ρέστα για όσα έκανε ή δεν έκανε τότε. Υπήρχαν όμως κάποιες αλήθειες που αιωρούνταν ανεπιβεβαίωτες τόσα χρόνια (με κύριο άξονα το ποιος είχε κοιμηθεί με ποια) και τελικά φαίνεται οτι είναι καλύτερα η αλήθεια να κατατίθεται δημόσια σε μια ομάδα που τα μέλη της ενώνονται με πολυετείς δεσμούς αγάπης και δεν έχουν (πλέον;) τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους. Οι μικρές νίκες του εγωισμού δεν είχαν πλέον σημασία. Η ατμόσφαιρα με προ(σ)καλούσε να ανατρέξω σε μια περίοδο που κάποιος νεαρός που μοιάζει με εμένα κι έχει χαρακτηριστικά που ακόμα κουβαλάω, ζούσε μια ανέμελη φοιτητική ζωή χωρίς να μπορεί να φανταστεί τις δυσκολίες και τις ομορφιές που τον περίμεναν στις επόμενες διαδρομές της ζωής του.

Είναι δύσκολο να μιλήσεις σε ανθρώπους που βρίσκονται ακόμη ενεργά στην καθημερινή ζωή σου σχετικά με το πως τους βλέπεις και κυρίως για να αρνητικά τους στοιχεία. Κι αυτοί αντίστοιχα ασφαλώς θα δυσκολεύονται να σου μιλήσουν για τις στενάχωρες πτυχές της εικόνας που τους δίνεις. Όταν όμως συζητάς με άτομα που σπάνια πλέον βλέπεις για μια περίοδο που πέρασε, όσο ζωντανές κι αν είναι οι αναμνήσεις, τα εικοσιπέντε χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το σήμερα σε απελευθερώνουν και σε βοηθούν να τις αντιμετωπίσεις σαν παρατηρητής... μόνο που πλέον εσύ γίνεσαι ο παρατηρητής που παρατηρεί τον εαυτό του κι ανατρέχει σε αυτά που έκανε, την χαρά που μοίρασε χωρίς σταγονόμετρο σε ανθρώπους που ξεκινούσαν όλοι μαζί την ζωή τους σαν «μεγάλοι», τον πόνο που απλόχερα έδωσε και τότε, τυφλωμένος από την νεανική ματαιοδοξία δεν είχε συνειδητοποιήσει. Αυτός ο πόνος τώρα, έρχεται να μου χτυπήσει την πόρτα κι αν μπορούσα, θα ήθελα να βρω τον τρόπο να ζητήσω ένα «συγγνώμη».

Στον απόηχο της χθεσινής συνάντησης, συνειδητοποιώ οτι, αν σε μικρά σταυροδρόμια της ζωής μου είχα ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση, μπορεί εικοσιπέντε χρόνια αργότερα -σήμερα!- η ζωή μου να ήταν εντελώς διαφορετική. Κι η πορεία μου σ’ αυτόν τον κόσμο βασίστηκε σε κάποιον βαθμό σε μικρές αποφάσεις που πήρα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, κινήσεις που έγιναν υπό το καθεστώς θολούρας του μυαλού και της καρδιάς ή απλές συμπτώσεις.

Όλα αυτά εξετάζονται από μιαν απόσταση ασφαλείας που σου εξασφαλίζει το διάστημα μιας εικοσιπενταετίας που πέρασε και την βεβαιότητα ότι δε μπορείς να φέρεις πίσω τον χρόνο και να διορθώσεις τα λάθη σου.

Μόνο να διδαχθείς από αυτά για να μην τα επαναλάβεις.

 
     

^