ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...

Η παρέα του φωτός

- Θα δεις μια στήλη φωτός που θα ξεκινάει από τον Ουρανό, θα φθάσει μπροστά σου και θα περάσει μέσα σου, καθαρίζοντας το κεφάλι και την ψυχή σου από κάθε ακάθαρτη σκέψη.

Η reiki master (φίλη της συζύγου του, όχι «του εμπορίου») ήρθε να προσθέσει μια ακόμα εναλλακτική λύση θεραπείας, αγγίγματος του πόνου και των αγωνιών του σώματος και της ψυχής του. Η κυρία δεν είχε καμία διάθεση να εμφανιστεί σαν κάτοχος της υπέρτατης αλήθειας και της δύναμης που γιατρεύει, γνώριζε εξάλλου καλά ότι αν αποτολμούσε κάτι τέτοιο θα αντιμετώπιζε την ειρωνία του.

- Προσευχήσου σε αυτούς που θέλεις, συγκεντρώσου και περίμενε. Θα νοιώσεις την ενέργεια του κόσμου να σε διαπερνάει, να κυλάει μέσα από το κεφάλι σου, να διατρέχει την σπονδυλική σου στήλη.

- Αυτό το συναίσθημα όμως σε μεγάλο βαθμό είναι επίπλαστο... εγώ δημιουργώ το φως, εγώ το προβάλλω μπροστά στα μάτια μου και, τελικά, εγώ γίνομαι αποδέκτης της προβολής. Ψιλοστημένο μου φαίνεται...

Η reiki master του χαμογέλασε και του τόνισε ότι δεν είχε κανένα λόγο να έχει ανταγωνιστική διάθεση προς το σχέδιο. Στο κάτω-κάτω ο αγώνας για την ανακούφιση ήταν δικός του... όπως και οι πόνοι!

- Νοιώθεις πόσο ζεστά είναι τα χέρια μου;

- Όχι, όχι ακόμα δηλαδή.

Χαλάρωσε και αφέθηκε στις υπηρεσίες της reiki master. Αντίθετα απ' ότι θα περίμενε, άρχισε να νοιώθει μεγάλη ένταση στο κεφάλι. Α, το κεφάλι... από εκεί ξεκινάνε όλα! Η ένταση στροβυλιζόταν στο σώμα του και κατέληγε στους κροτάφους. Σαν παλαιός drummer που ήταν, όταν του ζήτησε η reiki master να περιγράψει αυτό που αισθανόταν της είπε ότι ήταν σα να έπαιζαν τα αρκουδάκια της διαφήμισης με τις αλκαλικές μπαταρίες τα ταμπούρλα τους στο κεφάλι του. Όχι για να τον ξεκουφάνουν, απλώς και μόνο για να δημιουργήσουν ένταση.

Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει. Είδε όμως (ασφαλώς με τη βοήθεια της συνείδησής του) μια μεγάλη δέσμη φωτός που ερχόταν από τον ουρανό και έρεε ακατάπαυστα στο σώμα και την ψυχή του. Στο σημείο που η δέσμη φωτός τον συναντούσε, τον υποδέχτηκε... ο πατέρας του, που είχε «φύγει» εδώ και πάνω από 16 χρόνια.

Έδειχνε νέος, υγιής και ήταν χαμογελαστός. Το πιο σημαντικό, έδειχνε να έχει διάθεση για συζήτηση.

- Είσαι καλά, πατέρα; Πολύ χαίρομαι που σε συναντάω, έστω και κάτω απ' αυτές τις συνθήκες.

- Καλά είμαι. Πολύ καλά.

Η φωνή του πατέρα του ακουγόταν χαρακτηριστικά κι αναρωτιόταν με ποιούς μηχανισμούς είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια τέτοια ψευδαίσθηση στον εαυτό του... αν ήταν ψευδαίσθηση!

- Πατέρα είναι σα να μην πέρασε μια μέρα, από τότε που έφυγες. Μου λείπεις, σε όλους μας λείπεις. Περιμένω με ανυπομονησία την στιγμή που θα ξανασυναντηθούμε...

Ο πατέρας του τον κοίταξε με μια συτηρή τρυφερότητα:

- Να τ' αφήσεις αυτά! Έχεις πολλά πράγματα να κάνεις και πρέπει να τα κάνεις. Όχι για εσένα, για τους άλλους που είναι μαζί σου.

Την ώρα εκείνη ο πατέρας του γύρισε προς την πηγή του φωτός και κάτι φώναξε. Αμέσως μετά άρχισαν να ξεπροβάλλουν συγγενείς και φίλοι που δεν βρίσκονταν πια μαζί του, σα να γλυστρούσαν στο φως κι έφθαναν μπροστά στα μάτια του αγκαλιασμένοι, λες και ήθελαν να του δείξουν ότι περνούσαν καλά εκεί που ήταν και δεν υπήρχε λόγος να τους έχει έννοια.

Η παρέλαση των απόντων που στέκονταν ολοζώντανοι μπροστά στα μάτια του συνεχίστηκε. Μέσα στο γενικότερο κλίμα της καλής διάθεσης, δεν έκρινε σκόπιμο να ρωτήσει κάτι συγκεκριμένο κάποιον από αυτούς. Απλώς τους παρατηρούσε χαμογελαστός. Κι αυτοί, κάθε τόσο γυρνούσαν προς τη μεριά του και του ανταπέδιδαν τα χαμόγελα.

Ο πατέρας του ήταν ο ενορχηστρωτής αυτής της παρέλασης. Κοιτούσε τρυφερά όλους τους συμπολίτες του στον κόσμο με το φως και μοιραζόταν την χαρά με το γιό του. Κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του κι έπιασε το μέτωπό του: Πώς μπόρεσε να το ξεχάσει; Ξαναγύρισε προς την πηγή του φωτός κι έκανε μια χειρονομία, σα να καλούσε κάποιον ακόμα.

Λίγο αργότερα, κατέβηκε από το φως και ο συμπέθερός του και προxώρησαν αγκαλιασμένοι μέχρι την είσοδο του ονείρου (;). Μαζί τους έφθασε και ο πρόσφατα χαμένος αδελφός της γυναίκας του. Ο πατέρας του κι ο πεθερός του έμοιαζαν να πειράζουν το νέο και όλοι μαζί χαμογελούσαν ευτυχισμένοι.

- Πατέρα, περνάτε καλά; Δείχετε πολύ ευτυχισμένοι. Αλλά είναι άραγε αληθινό αυτό που βλέπω; Μήπως το σερβίρω εγώ στον εαυτό μου για να γλυκάνω τις ανησυχίες μου; Μήπως εγώ σε έφερα, πατέρα; Αλήθεια ξέρεις πόσο καιρό προσπαθούσα να σας φέρω στη μνήμη μου όλους μαζί και δεν τα κατάφερνα;

Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του, έτσι ένοιωθε τουλάχιστον. Κοίταξε με ανησυχία προς τη μεριά του πατέρα του. Η ροή του φωτός είχε αρχίσει να μειώνεται.

- Γιατί φεύγετε; Μήπως είπα εγώ κάτι που σας πείραξε;

Ο πατέρας του δεν σταμάτησε να χαμογελά:

- Ε, θα φύγουμε. Μας είδες όλους, δε μας είδες; Άλλωστε εδώ είμαστε πάντα, δε θα μας χάσεις.

- Δε μου είπες, όμως! Είσαι δημιούργημα της φαντασίας μου; Εγώ σε έφερα μπροστά στα μάτια μου;

Ο πατέρας του σταμάτησε για πρώτη φορά να χαμογελά:

- Με ξέρεις καλά. Θα δεχόμουν ποτέ να εμφανιστώ σαν κομπάρσος ή ακόμα και σαν πρωταγωνιστής για να κάνω ένα πέρασμα σε ένα όνειρο του γιου μου; Ποτέ!

Την ώρα που το ποτάμι του φωτός είχε σχεδόν μαζευτεί και όλοι όσοι συμμετείχαν στην όμορφη παρέλαση απομακρύνονταν κοιτώντας τον με ένα γλυκό χαμόγελο, ο πατέρας του τον ξανακοίταξε και του είπε με έμφαση:

- Θα το επέτρεπα ποτέ εγώ αυτό στον εαυτό μου; Ποτέ!

Έμεινε ακίνητος πάνω στο κρεββάτι σαν πληγωμένο αγρίμι που αναζητά καταφύγιο. Αισθάνθηκε ότι η reiki master ανασηκώθηκε ήρεμα προσπαθώντας να μην τον επαναφέρει βίαια σε μια πραγματικότητα όπου δεν υπήρχε χώρος για ελπίδα. Λίγο αργότερα άκουσε τη φωνή της:

- Μπορείς να σηκωθείς, αν θέλεις. Πώς ήταν η εμπειρία;

Δε μίλησε σε κανέναν για το ποτάμι με το φως. Αποφάσισε να κρατήσει τις σκέψεις του αναφορικά με το τί συνέβη εκείνο το βράδυ μακριά από συζητήσεις.

Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην αφήσει τον κόσμο του reiki να του γίνει συνήθεια. Στην επόμενη συνεδρία όμως, μια εβδομάδα αργότερα, η παρέα του φωτός δεν εμφανίστηκε...

^