ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...

Νυχτερινό τηλεφώνημα
Μια ωδή στις -παντοτινά χαμένες- διόδους επικοινωνίας

Εμπνευσμένο από το επεισόδιο “Night Call” της τηλεοπτικής σειράς «Η Ζώνη του Λυκόφωτος» (Twilight Zone) που πρωτο-προεβλήθη στις 2 Ιουλίου του 1964. Το επεισόδιο αυτό το είχα δει στην Αγγλία πριν από πολλαααά χρόνια και έκτοτε δεν το έχω ξαναδεί, φαίνεται όμως ότι κάτι έμεινε στη μνήμη μου.

- Τελικά, δεν είσαι λυπημένη. Ή τουλάχιστον δεν δείχνεις λυπημένη...

Η γυναίκα που μίλησε κοίταξε αυστηρά την φίλη της που είχε κουβαριαστεί στο κάθισμα, με τα μάτια κλειστά.

- Είμαι λυπημένη! Πώς να μην είμαι, εξάλλου; Ζήσαμε μια ζωή μαζί. Τριάντα χρόνια είναι αυτά. Αλλά ώρες-ώρες νοιώθω σα να έφυγε από την ζωή ένας γείτονας, όχι ο άνθρωπός μου. Σα να παρατηρώ μια αποχώρηση από μακριά, σα να μη με αφορά αυτό που συνέβη, έτσι αισθάνομαι.

- Κι όμως δείχνατε αγαπημένοι!

- Μα, ναι! Ο καθένας μας αγαπούσε πολύ τον εαυτό του (εγώ ιδιαίτερα!), γι αυτό όταν μας βλέπατε ερχόταν καταπάνω σας ένα κύμα διάχυτης αγάπης. Από πού ξεκινούσε αυτή η αγάπη και πού πήγαινε, αυτό είναι άλλο θέμα...

- Δεν ξέρω για εσένα, ο Πελοπίδας πάντως σε αγαπούσε πολύ. Νομίζω ότι δεν εισέπραξε πολύ αγάπη από εσένα, ο δυστυχής. Τον έβλεπα τον μακαρίτη να προσπαθεί να σου μιλήσει, αλλά εσύ λες και του ύψωνες τείχη. Ήθελες η επικοινωνία σας να γίνεται με τους δικούς σου όρους. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτό που του έλεγες συνέχεια: «όχι τώρα Πελοπίδα, θα το λύσουμε αυτό το θέμα μετά». Αναρωτιέμαι, αυτό το «μετά» ερχόταν ποτέ; Τον θυμάμαι τον ταλαίπωρο τον Πελοπίδα να σε ακολουθεί και να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή σου.

- Υπερβάλλεις! Μπορεί μερικές φορές να ήμουν κάπως απότομη, δε λέω. Αυτά όμως συμβαίνουν σε όλα τα ζευγάρια, έτσι δεν είναι; Αχ, άσε με τώρα, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να το λύσουμε αυτό.

Γύρισε προς τη μεριά της φίλης της και αισθάνθηκε ένα ρίγος. Για μια στιγμή ένοιωσε σα να είχε απέναντί της τον εκλιπόντα σύζυγό της. Η Καλλιόπη κατάλαβε την αμηχανία της και προσπάθησε να αλλάξει θέμα.

- Καταλαβαίνω ότι τώρα θα θέλεις να ξεκουραστείς. Θα σε αφήσω σπίτι σου και όταν αισθανθείς έτοιμη να μου μιλήσεις, κάνε μου ένα τηλέφωνο να περάσω να σε πάρω να βγούμε έξω. Εξάλλου τώρα είμαστε ελεύθερες μεγαλοκοπέλες, έχουμε το δικαίωμα να βγαίνουμε κάπου-κάπου.

- Ναι, Καλλιόπη μου, σε ευχαριστώ. Μόνο, σε παρακαλώ πολύ, μην μου τηλεφωνήσεις εσύ. Θα σου τηλεφωνήσω εγώ όταν αισθανθώ έτοιμη.

- Μείνε ήσυχη, Ευανθία, δε θα σε ενοχλήσω. Θα περιμένω τηλέφωνό σου.

Πρώτη μέρα στο σπίτι σαν χήρα. Τι παράξενο συναίσθημα, πέρασε ολόκληρη την ζωή της μ' έναν άνθρωπο που μπήκε σαν ξένος στον δρόμο της και ξένος έμεινε. Έζησε σε μια μοναξιά που μπορούσε να ελέγξει, ένοιωθε ότι τα πάντα ήταν στο χέρι της. Και ξαφνικά, ο ξένος έφυγε για πάντα κι έμεινε μόνη με μια μοναξιά διαφορετική, μια μοναξιά ατελεύτητη, ανεξέλεγκτη, οριστική.

Δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κανέναν, ούτε τώρα ούτε ποτέ! Ούτε στην Καλλιόπη, την καλύτερή της φίλη. Τα λόγια της την ώρα που επέστρεφαν από το κοιμητήριο την είχαν ενοχλήσει: άκουσ' εκεί, ύψωνε τείχη στον Πελοπίδα! Απότομη μπορεί να ήταν μερικές φορές, ενίοτε ίσως και κάπως προσβλητική, αλλά όχι και να «του υψώνει τείχη»! Η εικόνα του Πελοπίδα που την ακολουθούσε και περίμενε σα σκυλάκι την προσοχή της για να της πει κάτι, πέρασε φευγαλέα μπροστά από τα μάτια της.

Έπρεπε να τα ξεπεράσει αυτά και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Η ζωή της θα άλλαζε τώρα που έφυγε ο Πελοπίδας... μάλλον θα άλλαζε, δηλαδή.

Η ήχος του τηλεφώνου διέκοψε τις σκέψεις της. Αχ αυτή η Καλλιόπη, δεν μπορούσε να κρατηθεί. Της το είχε ξεκαθαρίσει: μη με πάρεις εσύ, θα σε πάρω εγώ όταν θα είμαι έτοιμη να σου μιλήσω! 'Ασχετα αν κατά βάθος ήξερε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να είναι έτοιμη… Τα ίδια και τα ίδια θα της έλεγε η Καλλιόπη, πόσο καταπίεζε τον Πελοπίδα, πόσο ανάγκη είχε αυτός από την προσοχή της...

Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει. Αυτή ήταν, δε θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος. Ακόμα και τότε που ζούσε ο Πελοπίδας, η Καλλιόπη ήταν ο μόνος άνθρωπος που τηλεφωνούσε στο σπίτι της. Κανένας άλλος.

«Είναι ενοχλητική» σκέφτηκε. «Πάντα ήταν. Αναρωτιέμαι πώς την έκανα παρέα».

Δεν σήκωνε το τηλέφωνο, το άφηνε να χτυπάει κι όση ώρα άκουγε το μονότονο ήχο του, ένιωθε μια αδιόρατη χαιρεκακία, που την έκανε να αισθάνεται σε θέση ισχύος. Αυτό εξάλλου ήθελε πάντα στην ζωή της.

Πρέπει να πέρασαν αρκετές μέρες, είχε αρχίσει να χάνει την αίσθηση του χρόνου. Δεν έβγαινε από το σπίτι της, δεν το είχε ανάγκη αυτό. Οι προμήθειες στο ψυγείο της έφθαναν για αρκετές μέρες ακόμα, εξάλλου η μικρή κόρη της γειτόνισσας της άφηνε κάθε πρωί έξω από την πόρτα γάλα και φρέσκο ψωμί, όπως συνέβαινε εδώ και αρκετούς μήνες. Να και κάτι καλό που είχε κάνει ο Πελοπίδας. Αυτός είχε κανονίσει με την γειτόνισσα για τις αναγκαίες προμήθειες της γυναίκας του, λες κι ετοιμαζόταν για τη μέρα που δε θα μπορούσε να μεριμνά ο ίδιος.

Έμενε βυθισμένη στις σκέψεις της. Ασχημάτιστες, ανεξακρίβωτες σκέψεις. Σε τακτά χρονικά διαστήματα ο ήχος του τηλεφώνου της επανέφερε για λίγο στην πραγματικότητα («αυτή η Καλλιόπη, δεν έλεγε να το βάλλει κάτω») αλλά όσο περνούσε ο καιρός είχε αρχίσει να το αγνοεί.

Εκείνο το πρωί ο ήχος ήτανε επίμονος. Περίεργο, είχε βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα χθες ή προχθές για να μην την ενοχλεί η αδιόρθωτη φίλη της.

Αυτός ο ήχος όμως δεν ήταν το τηλέφωνο, κάποιος χτυπούσε επίμονα το κουδούνι της πόρτας. Με απρόθυμα βήματα σηκώθηκε από την καρέκλα της και προχώρησε προς την πόρτα.

«Φαγώθηκες βρε Καλλιόπη, γιατί δεν αφήνεις τον κόσμο να ησυχάσει;»

Η φίλη της μπήκε αλαφιασμένη στο σπίτι.

- Γιατί δεν ανοίγεις την πόρτα και μ' έχεις τόση ώρα έξω να περιμένω; Ανησύχησα πολύ. Πέντε μέρες πέρασαν από τότε που έγινε η κηδεία και από τότε δεν με έχεις πάρει ούτε ένα τηλέφωνο όπως μου υποσχέθηκες.

- Σου είπα ότι θα σε πάρω όταν αισθανθώ έτοιμη. Δεν αισθάνομαι έτοιμη ακόμη. Γιατί όμως εσύ έχεις σπάσει τα τηλέφωνα; Είχαμε συμφωνήσει ότι δε θα με πάρεις εσύ, εγώ θα σε πάρω εγώ όταν είμαι έτοιμη.

- Μα... δεν σε έχω πάρει ούτε μια φορά!

Η Ευανθία έμεινε ακίνητη να κοιτάζει τη φίλη της χωρίς να βρίσκει κάτι να της πει. Την κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει αν επρόκειτο για κάποιου είδους κακόγουστο αστείο.

Μπα, η Καλλιόπη είχε παντελή έλλειψη χιούμορ (όπως και η Ευανθία, εξάλλου)... άρα, τι;

Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο η φίλη της κοίταζε αμίλητη. Η πρόσφατη χηρεία, αυτό πρέπει να ήταν. Με απολογητικό ύφος την κοίταξε με τρυφερότητα και προσπάθησε να της εξηγήσει:

- Περίμενα από εσένα και όταν είδα ότι περνάνε οι μέρες και δεν με παίρνεις, το μυαλό μου πήγε στο κακό κι είπα να έρθω σπίτι σου να δω αν είσαι καλά…..

Τη στιγμή που οι δύο γυναίκες κοιτάζονταν αμίλητες και η μία περίμενε από την άλλη να ανοίξει τη συζήτηση, ο ήχος του τηλεφώνου ακούστηκε σαν από μηχανής θεός.

Η Ευανθία μάζεψε τις σκέψεις της που αιωρούνταν στο μυαλό της σαν χαρταετοί σε ανεμοθύελλα: αν το τηλέφωνο ήταν ακόμα εκτός πρίζας, τότε θα μπορούσαμε να μιλάμε για μυστήριο. Αν όχι, η άνοια της είχε χτυπήσει την πόρτα.

'Αφησε το τηλέφωνο να χτυπάει και ακολούθησε το καλώδιο της συσκευής μέχρι την πρίζα που βρισκόταν στο σαλόνι πίσω από το πιάνο. Το καλώδιο βρισκόταν εκτός της πρίζας, όπως το είχε αφήσει χθες ή προχθές, Καλά θυμόταν, δεν είχε αρχίσει ακόμα να χάνει το μυαλό της. Όμως...

Πώς ήταν δυνατόν να χτυπάει το τηλέφωνο;

Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να εξηγήσει το γεμάτο απορία ύφος της Ευανθίας. Το τηλέφωνο όμως συνέχιζε να χτυπά επίμονα. Της το έδειξε και την ρώτησε:

- Δε θα το σηκώσεις; Μάλλον είναι το ίδιο άτομο που σε έπαιρνε τόσο καιρό κι εσύ νόμιζες πως ήμουν εγώ. 'Αντε, τι περιμένεις; Σήκωσέ το λοιπόν!

Η Ευανθία σέρνοντας τα πόδια της πλησίασε τη συσκευή. Ασφαλώς και θα το σήκωνε, η άρνησή της να απαντήσει το τηλέφωνο όλο αυτό το διάστημα είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλλόκοτη πραγματικότητα που ζητούσε μιαν απάντηση: Πώς ήταν δυνατόν να χτυπάει το τηλέφωνο;

Με τρεμάμενο χέρι σήκωσε το ακουστικό:

- Παρακαλώ;

- Ευανθία!

- Ποιος είναι;

- Ευανθία, δεν γνωρίζεις τη φωνή μου;

- Ποιος είναι; Μιλήστε γιατί θα το κλείσω!

- Σου μιλάω, Ευανθία. Μια ζωή δεν έκανα και τίποτ' άλλο. Σου μιλούσα συνεχώς αλλά εσύ ποτέ δε με άκουγες. Ούτε καν τώρα που φεύγω και ήθελα να αποχαιρετήσω. Ούτε τώρα μου έδωσες αυτήν την ευκαιρία…

- Πελοπίδα!!!

- Πρέπει να φύγω... για πάντα. Αντίο Ευανθία.

- Περίμενε, Πελοπίδα. Δώσε μου μιαν ευκαιρία ακόμη!

- Περίεργο, πώς και δε μου λες «όχι τώρα θα το λύσουμε αυτό το θέμα μετά»; Αλλά να, βλέπεις, δεν υπάρχει «μετά» για εμένα πια… Αντίο Ευανθία.

Η Ευανθία έμεινε κλαίγοντας, με το ακουστικό στο χέρι. Τώρα πια, ο Πελοπίδας δεν θα την ενοχλούσε. Η δίοδος επικοινωνίας μαζί του έκλεισε παντοτινά. Είχε όλο (;) το χρόνο να απολαύσει τη μοναξιά της.

^