ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...

Η αγωνία του ιππότη

Έχει κανείς διάθεση ν' αφουγκραστεί την αγωνία μου, να την αγκαλιάσει και να χορέψει μαζί της τον παθιασμένο χορό της ζωής; Είμαι εγκλωβισμένος σε ένα σιδερένιο φέρετρο που έχει σα σκοπό του να με προστατέψει. Από ποιόν; Από τί; Από την ανθρώπινη κακία, μήπως; Μα αυτή μπορεί να διεισδύσει και μέσα από διπλοσφραγισμένες πόρτες, να επιζήσει και να φουντώσει ακόμα και σε προστατευτικά κενά αέρος σαν αυτό της πανοπλίας μου. Κι ακόμα χειρότερα, μπορεί να ξεφυτρώσει μέσα στην ίδια σου την καρδιά, από ξεχασμένο σπόρο που περίμενε τη στιγμή να ζητήσει το μερίδιό του στο φως του κόσμου.

Όσο μ' εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του σώματος (αναγνωρίζω ότι είναι δύσκολο να το καταλάβετε αυτό εσείς που με βλέπετε πάντα κλεισμένο μέσα στην πανοπλία μου), τόσο ξυπνάνε οι ορμές της ψυχής κι αναζητάνε φωνή σ' ένα σιωπηλό κόσμο μελαγχολίας. Αλλά όσο κι αν φωνάζω, κανείς δε με ακούει. Η απελπισμένη μου φωνή αντηχεί μέσα στο στεγανοποιημένο χώρο της περικεφαλαίας και στροβιλίζεται διαπερνώντας τ' αυτιά μου σαν ήχος θανάτου από τα τύμπανα του πολέμου.

Είμαι απομονωμένος μέσα στην επίπλαστη ασφάλεια της πανοπλίας που καθόλου ασφαλή δε με κάνει να νοιώθω. Ιδρώνω, δεν ξέρω αν είναι από την ζέστη στο εσωτερικό του μετάλλου ή από την αγωνία. Η αναπνοή μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη, δεν έχω πού να στραφώ για να ζητήσω βοήθεια: είμαι αποκομμένος από τον κόσμο. Δεν βλέπω τί συμβαίνει γύρω μου, παρά μόνο αυτά τα ελάχιστα που μου επιτρέπει το μικρό άνοιγμα του κράνους μου.

Όλοι εσείς, έχετε ποτέ αναρωτηθεί πώς νοιώθω μέσα στην πανοπλία μου; Όχι, ασφαλώς! Σας φαίνεται πιο βολικό να με φοβάστε, να με αποφεύγετε, να ξορκίζετε την φοβερή εικόνα του μεταλλικού μου περιβλήματος. Κι όσο βλέπω τον τρόμο στα μάτια σας, όσο αισθάνομαι το μίσος σας να τυλίγεται σα φίδι στο μεταλλικό μου περίβλημα, τόσο θέλω να φωνάξω «περιμένετε, δεν είναι αυτό που νομίζετε».

Η φωνή μου ξεχύνεται σαν πυροτέχνημα στον μαύρο ουρανό μου και μετά τρεμοσβήνει νικημένη.

Αισθάνομαι δίπλα μου τους συμπολεμιστές μου, άντρες σκληρούς και δυνατούς σαν εμένα να προελαύνουν αγέρωχοι. Θε μου, πόσο φοβάμαι.

Σηκώνω τα χέρια μου προς τον ουρανό για να ρωτήσω «γιατί;». Ίσως και να θέλω να σας αγκαλιάσω (αν και ποτέ δεν θα με αφήνατε να το κάνω αυτό). Σας βλέπω να τρέχετε πανικόβλητοι. Κι έτσι, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, κατεβάζω τα χέρια μου και σπέρνω το θάνατο γύρω μου...

^